Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης αποτελεί ένα ελληνικό λογοτεχνικό παράδοξο, θα μπορούσε να πει κανείς, και αίνιγμα· με περισσότερους από 40 τίτλους μεταφρασμένους σε πολλές γλώσσες, είναι ένας από τους πιο διάσημους Ελληνες συγγραφείς στο εξωτερικό και ένας από τους σημαντικότερους της Σουηδίας.
Γεννημένος στους Μολάους Λακωνίας το 1938, μετανάστευσε στη Σουηδία το 1964 και έκτοτε ζει εκεί. Σπούδασε Φιλοσοφία και εργάστηκε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, ενώ στη συνέχεια υπήρξε επικεφαλής του λογοτεχνικού περιοδικού Bonniers. Εχει γράψει μυθιστορήματα, ποίηση, ταξιδιωτικά δοκίμια, σενάρια ταινιών, ενώ έχει σκηνοθετήσει και μία ταινία.
Στο νέο του βιβλίο, «Αγάπη και ξενιτιά» (εκδόσεις Κείμενα), ο Θοδωρής Καλλιφατίδης θέλει, όπως έχει δηλώσει, να κλείσει λογαριασμούς με ό,τι τον έχει καθορίσει· την αγάπη, την ξενιτιά, τον φόβο και την ελευθερία, ακόμα και με το ίδιο το τέλος ως εκκρεμότητα, προκειμένου να φτάσει στην κάθαρση.
Με πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων αλλά χωρίς μηρυκαστικό ύφος, μοιάζει να φτάνει στην πολυπόθητη λύτρωση μέσα από μια απλή ιστορία αγάπης.
– Οι χαρακτήρες του νέου σας βιβλίου, «Αγάπη και ξενιτιά», είναι γεμάτοι αδυναμίες, πάθη, αδιέξοδα, όπως οι άνθρωποι στην πραγματική ζωή. Είναι η λογοτεχνία το ζωτικό αντίβαρο απέναντι στους ωραιοποιημένους ανθρώπους που έχουν επιβληθεί ως πρότυπα; Μπορεί ακόμα να μετατρέπει τους καθρέφτες σε παράθυρα;– Η λογοτεχνία πάντα παίζει ένα ρόλο και σε κάποια ηλικία μπορεί να μας αλλάξει ή τουλάχιστον να μας κάνει να καταλάβουμε τον τρόπο που ζούμε τη ζωή μας. Αλλά η τέχνη εξαρτάται από τον δέκτη της. Σε τελευταία ανάλυση, ο αναγνώστης αποφασίζει τι θα πάρει και τι θα πετάξει. Σ’ αυτή τη διαδικασία συμβάλλει και η κριτική και η διανόηση γενικότερα. Η εντύπωσή μου είναι ότι στη χώρα μας υπάρχουν πολλοί ικανότατοι άνθρωποι, αλλά δεν ακούγονται πάντα. Ο ναρκισσισμός πάντα υπήρχε. Η διαφορά είναι ότι πριν τον κατακρίναμε ενώ τώρα τον παινεύουμε. Σίγουρα θα αλλάξουν τα πράγματα.
– Σε μια εποχή όπως η σημερινή, όπου οι άνθρωποι σε μεγάλο βαθμό έχουν επινοήσει τον εαυτό τους, πιστεύετε πως γνωρίζουν ή καλύτερα συμφωνούν στην έννοια και στη σημασία της αγάπης; Αν ναι, γιατί οι περισσότεροι επιλέγουν να τη μιμηθούν ή να ζουν με μια συνώνυμη έννοια;– Ενα πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να μιλάμε πλέον για τον άνθρωπο, αλλά για συγκεκριμένες κοινωνίες. Και σίγουρα διαφορετικά βλέπουν την αγάπη τα διάφορα κοινωνικά στρώματα. Ο έρωτας υπάρχει παντού, αλλά η αγάπη είναι κοινωνικό λουλούδι και οι κοινωνικές συνθήκες την κάνουν διαφορετική.
Το βιβλίο «Αγάπη και ξενιτιά» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κείμενα.
– Η ηρωίδα του βιβλίου συμβαδίζει, αν και απρόθυμα, με όλους σχεδόν τους έμφυλους ρόλους. Το ξέσπασμα, φυσικά, δεν αργεί να έρθει. Σε μια κοινωνία ενοχής για τη γυναίκα, που ακόμα και η ίδια σε μεγάλο βαθμό έχει εσωτερικεύσει τους κανόνες και πειθαρχεί, πόσο δύσκολο είναι να αντιπαλεύει όλα αυτά τα στερεότυπα; Πιστεύετε πως μπορεί να αλλάξει κάτι αν δεν αλλάξουν οι σχέσεις εξουσίας στο σπίτι, στη δουλειά, στο σχολείο;– Για να δημιουργηθεί μια νέα ισότητα πρέπει όλες οι παλιές ανισότητες να αλλάξουν ή να καταργηθούν. Δεν γίνεται το αγόρι να είναι το καμάρι της οικογένειας και το κορίτσι το πρόβλημα. Δεν γίνεται ο άνδρας να πίνει τα ουζάκια του στο καφενείο και η γυναίκα να του σιδερώνει τα πουκάμισα. Ανεκδοτολογικά θυμάμαι την έκπληξη της μητέρας μου όταν με είδε να σιδερώνω τα πουκάμισά μου. «Καλά, η Γκουνίλα τι κάνει;» με ρώτησε. «Σιδερώνει τα δικά της». Ομως τέτοιες αλλαγές δεν γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη και χρειάζεται πολλή δουλειά από όλους μας. Βασικά ευελπιστώ για τον πολύ απλό λόγο ότι τελικά οι καλύτερες ιδέες κερδίζουν το παιχνίδι. Διαφορετικά δεν θα είχαμε κάνει καμία πρόοδο. Κι έχει γίνει πρόοδος. Από όσο μπορώ να κρίνω, η κατάσταση της γυναίκας σήμερα έχει αλλάξει πολύ προς το καλύτερο. Δεν ξέρω τι γίνεται στα σπίτια τους, αλλά κοινωνικά οι γυναίκες έχουν ανοίξει δρόμους και θα ανοίξουν κι άλλους. Τελικά οι αλλαγές σε κάθε κοινωνία συμβαίνουν από κάτω. Οι από πάνω δεν έχουν κανένα λόγο να αλλάξουν τίποτα. Οι γυναίκες έχουν κάθε λόγο να αλλάξουν τα πράγματα και θα τα αλλάξουν.
– Υπάρχουν άνθρωποι που μετριούνται, άνθρωποι που μετρούν και άλλοι που είναι το μέτρο. Υπήρξε άνθρωπος που ήταν το δικό σας μέτρο; Ποια ήταν η πιο οδυνηρή απομάγευση στη ζωή σας;– Εχω επηρεαστεί από πολλούς ανθρώπους σε διάφορες ηλικίες. Από τους γονείς μου, από τα αδέλφια μου, από φίλους και φίλες, από δασκάλους και καθηγητές. Από ποιητές και συγγραφείς, αλλά ποτέ δεν θέλησα να γίνω σαν κάποιον άλλο. Εφηβος θυμάμαι ότι ήθελα να μοιάζω του Ρουμπάνη, αλλά όχι να είμαι ο Ρουμπάνης.Μια από τις πιο πικρές στιγμές της ζωής μου ήταν ότι δεν πέρασα τις εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο. Μάλιστα σκεφτόμουν να αυτοκτονήσω από την ντροπή μου.
– Αν οι μνήμες μάς διαλέγουν, όπως γράφετε στο βιβλίο σας, εσείς ως συγγραφέας έχετε μπει στον πειρασμό να τις βάλετε σε μια τεχνητή τάξη και να τις εξωραΐσετε;– Αυτό δεν είναι πειρασμός. Αυτό είναι η δουλειά μου. Οπως έλεγε ένας συγγραφέας που αγαπώ ιδιαίτερα, ο Αξελ Σαντεμόσε, όλοι έχουμε πληγές. Το θέμα είναι αν τις κάνουμε λουλούδια ή αν τις αφήνουμε να κακοφορμίσουν.
– «Η ξενιτιά μάς κάνει βρικόλακες» μετά τόσα χρόνια. Υπάρχει κάτι μέσα σας που ακόμα φοβάται το φως;– Σίγουρα έχω κάνει λάθη, έχω φερθεί άσχημα, έχω πληγώσει ανθρώπους, και προτιμώ αυτά να είναι το πρόβλημά μου. Πάντως, δεν έχω κάνει κανένα ποινικό έγκλημα. Κάτι είναι κι αυτό.
– Γιατί η απώλεια μας βρίσκει πάντα απροετοίμαστους;– Γιατί είμαστε άμυαλοι. Η απώλεια δεν βρήκε τον Αριστοτέλη απροετοίμαστο. Οταν του ανήγγειλαν τον θάνατο του γιου του, είπε πολύ απλά: «Το ήξερα ότι ήταν θνητός».
βιβλία
λογοτεχνία