Στην ΕΕ το 2019, το 70% του πληθυσμού ζούσε σε νοικοκυριό που κατέχει το σπίτι του, ενώ το υπόλοιπο 30% ζούσε σε νοικιασμένη κατοικία, σύμφωνα με αναλυτικά στοιχεία για τις κατοικίες στην ΕΕ, τα οποία παρουσίασε σήμερα η Eurostat, η στατιστική υπηρεσία της ΕΕ.
Τα υψηλότερα μερίδια ιδιοκτησίας κατοικιών παρατηρήθηκαν στη Ρουμανία (96%), στην Ουγγαρία (92%) και στη Σλοβακία (91%).
Ωστόσο, στη Γερμανία, η ενοικίαση είναι σχεδόν ίση με το 49% του πληθυσμού να κατέχει κατοικίες. Ακολουθούν η Αυστρία (45%) και η Δανία (39%).
Στην Κύπρο το ποσοστό των κατοίκων που κατέχουν την οικία τους είναι 67,9% έναντι 32,1% που την ενοικιάζουν και στην Ελλάδα 75,4% έναντι 24,6%.
Στην ΕΕ το 2019, το 53% του πληθυσμού ζούσε σε ένα σπίτι, ενώ το 46% ζούσε σε ένα διαμέρισμα (1% ζούσε σε άλλα καταλύματα, όπως πλωτά σπίτια, φορτηγά κ.λπ.).
Η Ιρλανδία (92%) κατέγραψε το υψηλότερο μερίδιο του πληθυσμού που ζει σε σπίτι, ακολουθούμενη από την Κροατία και το Βέλγιο (και τα δύο 78%) και τις Κάτω Χώρες (75%). Στην Κύπρο το 72,1% ζει σε σπίτια και το 24,6% σε διαμερίσματα.
Τα σπίτια είναι πιο κοινά στα δύο τρίτα των κρατών μελών. Τα υψηλότερα ποσοστά διαμερισμάτων παρατηρήθηκαν στη Λετονία (66%), στην Ισπανία (65%), στην Εσθονία (61%) και στην Ελλάδα (59% έναντι 40,7% σε σπίτια).
Στις πόλεις, το 72% του πληθυσμού της ΕΕ ζούσε σε ένα διαμέρισμα και το 28% σε σπίτι. Για τις πόλεις και τα προάστια, οι αναλογίες ήταν 58% και 42% αντίστοιχα, ενώ για τις αγροτικές περιοχές, το 82% του πληθυσμού ζούσε σε σπίτι και μόνο το 18% σε διαμέρισμα.
Εξετάζοντας την τάση των τιμών των κατοικιών μεταξύ 2010 και 2019, υπήρξε μια σταθερή ανοδική τάση από το 2013 με ιδιαίτερα μεγάλες αυξήσεις μεταξύ 2015 και 2019. Συνολικά σημειώθηκε αύξηση 19% μεταξύ 2010 και 2019. Υπήρξαν αυξήσεις σε 23 μέλη και μειώσεις σε τρία (τα δεδομένα για την Ελλάδα δεν είναι διαθέσιμα) κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις παρατηρήθηκαν στην Εσθονία (+96%), την Ουγγαρία (+82%), τη Λετονία (+75%), το Λουξεμβούργο και την Αυστρία (και οι δύο +65%), ενώ οι μειώσεις σημειώθηκαν στην Ιταλία (-17%), την Ισπανία (-7%) και την Κύπρο (-4%).
Ταυτόχρονα υπήρξε σταθερή αύξηση των ενοικίων στην ΕΕ μεταξύ 2010 και 2019 – συνολικά 13% καθ `όλη τη διάρκεια της περιόδου. Υπήρξε αύξηση σε 25 κράτη μέλη και μείωση σε δύο. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις σημειώθηκαν στην Εσθονία (+156%), τη Λιθουανία (+101%) και την Ιρλανδία (+63%), ενώ παρατηρήθηκαν μειώσεις στην Ελλάδα (-25%) και στην Κύπρο (-7%).
Ο πληθωρισμός μεταξύ 2010 και 2019 εξελίχθηκε παρόμοια με τα ενοίκια με συνολική αύξηση 13%. Υπήρξε πληθωρισμός σε όλα τα κράτη μέλη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, με τιμές άνω του 20% στην Εσθονία (+26%), τη Ρουμανία (+23%) και την Ουγγαρία (+22%). Ο μικρότερος πληθωρισμός παρατηρήθηκε στην Ελλάδα (+3%), στην Ιρλανδία και στην Κύπρο (και οι δύο +6%).
Το κόστος στέγασης σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών. Το υψηλότερο κόστος στέγασης το 2019 σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ εντοπίστηκε στην Ιρλανδία (77% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ), το Λουξεμβούργο (70% παραπάνω), τη Δανία (63% παραπάνω) και τη Φινλανδία (42% παραπάνω). Τα χαμηλότερα, από την άλλη πλευρά, παρατηρήθηκαν στη Βουλγαρία (64% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ), στην Πολωνία (60%) και στη Ρουμανία (57%).
Εξετάζοντας την εξέλιξη μεταξύ 2010 και 2019, τα επίπεδα τιμών των κατοικιών σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ έχουν αυξηθεί σε 17 κράτη μέλη και μειώθηκαν στα 10. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις παρατηρήθηκαν στην Ιρλανδία (κατά 17% σε 77% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ), Σλοβακία (κατά 44% σε 23% του μ.ο.) και τις Κάτω Χώρες (κατά 22% σε 37% του μ.ο.), και οι μεγαλύτερες μειώσεις στην Ελλάδα (κατά 8% σε 35% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ) και την Κύπρο (κατά 8% σε 25% του μ.ο.).
Το κόστος κατασκευής νέων κατοικιών στην ΕΕ έχει επίσης αυξηθεί κατά την περίοδο 2010 έως 2019, ειδικά από το 2016. Η αύξηση κατά τη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου ήταν 15%.
Μεταξύ των κρατών μελών, οι μεγαλύτερες αυξήσεις παρατηρήθηκαν στην Ουγγαρία (+47%), τη Ρουμανία (+46%), τη Λετονία και τη Λιθουανία (από +36%).
Η Ελλάδα ήταν το μόνο κράτος μέλος που σημείωσε μείωση (-7%).
Στην ΕΕ το 2019, 5,3% του ΑΕΠ επενδύθηκε σε στέγαση. Το μερίδιο αυτό διέφερε μεταξύ των κρατών μελών, που κυμαίνεται από 7,9% στην Κύπρο, 7,2% στη Φινλανδία, 6,6% στη Γερμανία και 6,4% στη Γαλλία, και στο άλλο άκρο της κλίμακας στο 0,7% στην Ελλάδα, 2,0% στην Πολωνία, 2,2% στη Σλοβενία και 2,3% στη Ιρλανδία.
Ένας τρόπος μέτρησης του μεγέθους του κατασκευαστικού τομέα είναι μέσω της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας ως ποσοστό του ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό κυμαινόταν μεταξύ 5 και 6% του ΑΕΠ στην ΕΕ την περίοδο 2010 έως 2019. Το μερίδιο ήταν υψηλότερο στο 5,8% το 2010, μειώθηκε στο 5,1% το 2014 έως το 2017 και στη συνέχεια αυξήθηκε στο 5,5% το 2019.
Μεταξύ των κρατών μελών, το ποσοστό μειώθηκε σε 16 κράτη μέλη μεταξύ 2010 και 2019, με τις μεγαλύτερες μειώσεις στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και την Ισπανία.
Μεταξύ των κρατών μελών με αυξανόμενο ποσοστό του κατασκευαστικού τομέα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Δανία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Ουγγαρία παρουσίασαν την υψηλότερη ανάπτυξη.
Το 2019, τα κράτη μέλη με τα μεγαλύτερα ποσοστά – πάνω από το 7% του ΑΕΠ – ήταν η Σλοβακία (7,6% του ΑΕΠ), η Φινλανδία (7,5%), η Λιθουανία (7,3%), η Πολωνία (7,2%) και η Ρουμανία (7,1%) .