Ο Μπόρις Τζόνσον θα έπρεπε θεωρητικώς να βρίσκεται σε ανοικτή γραμμή με την Ανγκελα Μέρκελ και τον Εμανουέλ Μακρόν για όλα τα κεντρικά ζητήματα που τον απασχολούν. Σε Βερολίνο και Παρίσι, ωστόσο, φαίνεται να έχουν ξεγράψει οριστικά και αμετάκλητα τη Βρετανία -και θα αφήσουν τον Τζόνσον να βράσει στο ζουμί του και να συνυπογράψει μια τελική συμφωνία για το Brexit που δεν θα χωνεύεται εύκολα από τους Βρετανούς. Η Καγκελαρία και το Ελιζέ, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, δεν θέλουν να έχουν πολλά με τον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ, σίγουρα όχι πάντως με τον ένοικό της. Αλλά είναι αυτοί που ουσιαστικά αποφασίζουν για τη μεταχείριση που θα έχει το Λονδίνο από τις Βρυξέλλες και εάν το Brexit ολοκληρωθεί μέσα από ένα no deal που θα είναι σκληρό πρωτίστως για τους Λονδρέζους. Με κάθε τρόπο, οι Ευρωπαίοι διαμηνύουν ότι δεν βιάζονται.
Υπό αυτό το πρίσμα, έχει ενδιαφέρον το περιεχόμενο της συζήτησης που είχε ο Τζόνσον με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο προχθεσινό δείπνο στο Μπερλεμόν. Το μενού ήταν, άραγε, αντάξιο ενός μεγάλου αποχαιρετισμού ή η συνάντηση είχε διεκπεραιωτικό χαρακτήρα; Θεσμικά είναι η επικεφαλής της Κομισιόν αρμόδια για να διαχειριστεί για την ΕΕ, τη βρετανική έξοδο, αλλά από την άλλη ο Τζόνσον έχει πλέον παραπεμφθεί στους διοικητικούς παράγοντες των Βρυξελλών, έστω και σε κορυφαίο επίπεδο. Μάλλον πρόκειται για εξέλιξη που δεν θα καταγραφόταν με τη Θάτσερ ή τον Μπλερ στο τιμόνι – αλλά με εκείνους δεν θα υπήρχε καν ζήτημα Brexit.
Η προτροπή ή σύσταση της Φον ντερ Λάιεν στον Τζόνσον να κρατήσει τις αποστάσεις (λόγω κορωνοϊού), θα μπορούσε να σηματοδοτεί το νέο κλίμα. Για την Ευρώπη, ωστόσο, πρόκειται για μήνυμα που αποτυπώνει ένα κλίμα αντιστροφής μιας ενωτικής πορείας. Εξι δεκαετίες μετά, η Ευρώπη δείχνει να χάνει τον στόχο της, έστω κι αν για πολλούς επιβεβαιώνεται ο στρατηγός Ντε Γκολ που θεωρούσε εξαρχής προβληματική τη θέση της Βρετανίας στην τότε ΕΟΚ και είχε μπλοκάρει δύο φορές την είσοδό της. Το 1972, ωστόσο, χρειάστηκε να σπεύσει στο Παρίσι η Ελισάβετ για να κατευνάσει τον Ζορζ Πομπιντού και να ανοίξει για τους Βρετανούς ο ευρωπαϊκός δρόμος. «Η ισχύς εν τη ενώσει» είχε πει η βασίλισσα, σε μια από τις σπάνιες στιγμές που αναμείχθηκε στην πολιτική διαχείριση. Η διάψευση ήρθε στη δική της θητεία.
Με βάση τα χρονοδιαγράμματα που τρέχουν, η ειδική σχέση που ακόμη υπάρχει μεταξύ ΕΕ και Βρετανίας (με την τελωνειακή σύνδεση που παραμένει ενεργή κ.λπ.) λαμβάνει τέλος με την ολοκλήρωση του 2020. Μετά οι Βρετανοί θα απομονωθούν στο νησί τους και παραμένει ζητούμενο σε τι βαθμό και πότε θα ανοίξουν ξανά οι δίαυλοι με τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, σε διμερές πλέον επίπεδο. Ο αντιευρωπαϊκός άνεμος προεξοφλείται ότι θα δυναμώσει τα επόμενα χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά δεν έχουν προεξοφληθεί οι συνέπειες. Το σκωτσέζικο ρήγμα, για παράδειγμα, θα ανοίξει περισσότερο; Η βρετανική οικονομία μπορεί να βρεθεί σε στενωπό; Και τι θα γίνει με τα εκατομμύρια των εμιγκρέδων που θεωρούσαν Γη της Επαγγελίας το νησί; Εάν τα πράγματα στραβώσουν θα μπουν εκείνοι στον κύκλο των υπευθύνων και η βρετανική κοινωνία θα ακροβολιστεί μέσα και από μια έξαρση εθνικισμού;
Πρόκειται για ερωτήματα που απασχολούν ήδη και την Αθήνα, για μια σειρά από λόγους που έχουν να κάνουν και με τα εθνικά ζητήματα – τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Σε αυτή τη φάση, ωστόσο, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται κυρίως στη επόμενη βρετανική ημέρα και την εικόνα της Ευρώπης μετά την ολοκλήρωση του Brexit, με ή χωρίς συμφωνία. Εάν η ΕΕ αποδειχθεί ένα πουλόβερ που ξηλώνεται, τα προβλήματα θα γενικευθούν και θα πολλαπλασιαστούν. Ο δρόμος που ήδη ακολουθούν Πολωνοί και Ούγγροι, άλλωστε, δεν συνάδει με τα ευρωπαϊκά ιδεώδη.