Η απώλεια της αίσθησης της όσφρησης αποτελεί πιθανώς πιο αξιόπιστο δείκτη ως σύμπτωμα για τη νόσο Covid-19 από ό,τι είναι ο βήχας, σύμφωνα με Βρετανούς επιστήμονες.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL), με επικεφαλής την καθηγήτρια Ρέιτσελ Μπάτερχαμ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «PLoS Medicine», μελέτησαν 590 ανθρώπους που κατά τον προηγούμενο μήνα είχαν χάσει την όσφρηση τους ή/και τη γεύση τους και βρήκαν ότι το 78% (οι τέσσερις στους πέντε) είχαν αντισώματα έναντι του κορονοϊού SARS-CoV-2. Από όσους είχαν αντισώματα, το 40% ήταν κατά τα άλλα ασυμπτωματικοί, χωρίς καθόλου βήχα ή πυρετό.
Η μελέτη βρήκε ότι τα άτομα με αιφνίδια και οξεία απώλεια όσφρησης έχουν σχεδόν τριπλάσια πιθανότητα να έχουν αντισώματα κατά του κορονοϊού, σε σχέση με όσους έχουν απώλεια γεύσης. Οι ερευνητές ανέφεραν ότι η υπερβολική έμφαση στον πυρετό και στον βήχα ως κύρια συμπτώματα της Covid-19 είναι πιθανώς εσφαλμένη και τόνισαν ότι η απώλεια όσφρησης πρέπει πλέον να αναγνωριστεί διεθνώς ως βασικό σύμπτωμα της Covid-19 και όχι ως δευτερεύον.
«Σήμερα, οι περισσότερες χώρες του κόσμου δεν αναγνωρίζουν την ξαφνική απώλεια όσφρησης ως σύμπτωμα της Covid-19. Τα ευρήματα μάς δείχνουν ότι οι άνθρωποι που προσέχουν πως χάνουν την ικανότητά τους να μυρίζουν π.χ. το σκόρδο, τον καφέ και τα αρώματα, πρέπει να αυτο-απομονωθούν και να κάνουν μοριακό τεστ», ανέφερε η δρ Μπάτερχαμ.
Μολονότι η απώλεια όσφρησης δεν εκδηλώνεται σε όλους τους ασθενείς Covid-19, το φαινόμενο είναι τελικά αρκετά συχνό (περίπου στο 60% των ασθενών σύμφωνα με προηγούμενη μελέτη του Βασιλικού Κολλεγίου του Λονδίνου) και πρέπει να δημιουργεί υποψίες, ακόμη κι αν δεν συνοδεύεται από βήχα ή πυρετό. Η απώλεια όσφρησης λόγω της λοίμωξης από τον κορονοϊό είναι κάτι διαφορετικό και πιο έντονο από ό,τι το μπλοκάρισμα της όσφρησης και την αλλοίωση της γεύσης εξαιτίας ενός κρυολογήματος.
Οι άνθρωποι με κορωνοϊό που χάνουν μόνο την όσφρηση τους, χωρίς άλλο σύμπτωμα, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι να μεταδώσουν τον ιό σε άλλους, επειδή συνήθως νιώθουν καλά, δεν έχουν επίγνωση ότι είναι φορείς του κορωνοϊού και δεν παίρνουν ιδιαίτερα μέτρα προστασίας των άλλων.