Στην Ευρώπη, τα τελευταία χρόνια, έχει γίνει εμφανής η δυσκολία δράσης με την ταχύτητα και τη διορατικότητα που απαιτούν τα γεγονότα.
Σχεδόν όλες οι χώρες αδυνατούν να λύσουν τα σημαντικά προβλήματα, αρκούμενες να παρεμβαίνουν μόνο σε εθνικό επίπεδο.
Οι λίγες χώρες που το καταφέρνουν ακόμη πρέπει, κατά συνέπεια, να αναρωτηθούν για το εύρος και την αποτελεσματικότητα της δράσης τους.
Στο μεταξύ, αναδεικνύονται κάθε μέρα και πιο έντονα οι αδυναμίες συλλογικής και θεσμικής δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι αδυναμίες αυτές αφήνουν κενά που καλύπτουν οι πιο ισχυρές χώρες.
Αλλά και αυτές οι παρεμβάσεις δέχονται ισχυρές επικρίσεις.
Μια σειρά γεγονότων που σημειώθηκαν τον τελευταίο καιρό δείχνει την ένταση αυτού του φαινομένου.
Στην Ελλάδα, η έλλειψη αυτονομίας μιας υπερχρεωμένης κυβέρνησης οδηγεί στην ανάληψη δράσης όχι από τα όργανα, αλλά από τους ηγέτες των ισχυρότερων πιστωτών (της Γερμανίας και της Γαλλίας).
Κάτι ανάλογο συνέβη στην περίπλοκη υπόθεση της Ουκρανίας, όπου χρειάστηκε η ευθεία ανάμιξη της Άνγκελα Μέρκελ και του Φρανσουά Ολάντ για να δοθεί μια λύση.
Τα όργανα της Ένωσης αποδεικνύονται ανεπαρκή μπροστά στην τραγική έξοδο των μεταναστών προς την Ευρώπη και η κάθε χώρα πρέπει να αντιμετωπίσει μόνη της αυτό το τεράστιας σημασίας γεγονός.
Η συμφωνία με το Ιράν, παρά την παρουσία του ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ, επιτεύχθηκε ουσιαστικά χάρις σε έξι μεγάλες δυνάμεις: Τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Βρετανία, την Κίνα, τη Ρωσία και τις ΗΠΑ.
Ύστερα από τόσες δεκαετίες, περιμέναμε μια διαφορετική Ένωση.
Και τα αποτελέσματα προκαλούν μια γενικευμένη αμφισβήτηση. Άλλος θέλει να την καταργήσει. Άλλος της αποδίδει ευθύνες που στην πραγματικότητα ανήκουν στις κυβερνήσεις.
Πολλοί είναι εκείνοι που θέλουν να την αλλάξουν.
Συγκρούονται ιδανικά, στόχοι, προσεγγίσεις, οράματα, απόψεις. Αναδύονται εκ νέου εθνικοί εγωισμοί, αφυπνίζονται ανταγωνισμοί που έχουν τις ρίζες τους στο αδελφοκτόνο παρελθόν των Ευρωπαίων.
Πρόκειται για ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι.
Σήμερα είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς συλλογικές πρωτοβουλίες της ΕΕ. Τη δράση την αναλαμβάνουν τα κράτη, ή ορισμένα εξ αυτών.
Τα παραδείγματα που προαναφέρθηκαν δείχνουν πως όταν προκύπτουν σοβαρές δυσκολίες, το γαλλογερμανικό δίδυμο κινητοποιείται, όπως συνέβη άλλωστε και σε άλλες φάσεις της οικονομικής κρίσης (το 2012 και το 2013, μαζί με την Ιταλία).
Στην αντίθετη κατεύθυνση οδηγεί το δημοψήφισμα που προγραμματίζεται να γίνει στη Βρετανία και δεν θα αφορά την επικύρωση μιας συνθήκης (όπως έκαναν αρκετές χώρες), αλλά την παραμονή στην Ένωση.
Αυτό που ξεχωρίζει τις τελευταίες ημέρες είναι η έκκληση του προέδρου Φρανσουά Ολάντ για μια πιο «σφιχτή» ευρωζώνη, που θα διαθέτει κοινοβούλιο και δικό της προϋπολογισμό.
Η πρωτοβουλία αυτή είναι ιδιαίτερα εποικοδομητική, λόγω των προόδων στις οποίες θα μπορούσε να οδηγήσει στους τομείς της ανάκαμψης της οικονομίας και της καταπολέμησης της ανεργίας.
Πρωταγωνιστές θα είναι, εκτός από τη Γαλλία και τη Γερμανία, οι τρεις χώρες της Μπενελούξ.
Όσο για την Ιταλία, το υψηλό δημόσιο χρέος και η αναιμική της ανάπτυξη δεν την καθιστούν έναν αξιόπιστο εταίρο.
Παρ΄ όλα αυτά, οι πολιτικές της δυνάμεις, το κοινοβούλιο και η κυβέρνηση καλά θα έκαναν να μελετήσουν αυτή την πρόταση σε βάθος.
(Πηγή: Corriere della sera)
* Ο Έντσο Μοαβέρο Μιλανέζι ήταν υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στις κυβερνήσεις Μόντι και Λέτα