Η επέκταση και ισχυροποίηση του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ) στη Συρία και το Ιράκ ήταν εν πολλοίς αποτέλεσμα της αμερικανικής και ευρωπαϊκής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή, ήδη από το 2001 και το Αφγανιστάν. Κράτη όπως η Σαουδική Αραβία ενίσχυαν οικονομικά το ΙΚ σε μια σιωπηρή συμφωνία εσωτερικής διαπάλης στη Συρία, ενώ η Τουρκία διευκόλυνε τις συναλλαγές και τη μεταφορά πετρελαίου αποκομίζοντας και η ίδια σημαντικά οικονομικά οφέλη σε ένα ιδιαίτερα εύθραυστο περιβάλλον ενεργειακής ασφάλειας.
Η στρατιωτική εμπλοκή των Ρώσων το τελευταίο διάστημα ήταν καθοριστική τόσο για τη συγκράτηση του ΙΚ, το οποίο τους τελευταίους μήνες έχασε το 25% των εδαφών που βρίσκονταν υπό την επιρροή του, όσο και για τη δημιουργία ενός μετώπου με στόχο την παράλληλη εξεύρεση διπλωματικής λύσης στο ζήτημα του συριακού εμφυλίου. Ο Πρόεδρος Πούτιν έφερε τους Δυτικούς, το Ιράν, την Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία στο τραπέζι των συνομιλιών για το μέλλον της Συρίας, επιβάλλοντας την κυριαρχία του και ποντάροντας στις επιμέρους διενέξεις και συγκρούσεις που έχουν αναπτυχθεί στην ευρύτερη περιοχή προκειμένου να αναδειχθεί ακόμη περισσότερο ο ρόλος της Μόσχας.
Η πτώση του ρωσικού μαχητικού ενδυνάμωσε ακόμη περισσότερο την πολιτική της Μόσχας, βάζοντας στο στόχαστρο τον Ερντογάν και την Τουρκία, η οποία παράλληλα αδυνατεί να συγκρατήσει τις κουρδικές δυνάμεις στα νοτιοανατολικά της σύνορα. Η πρόσκληση του ηγέτη του HDP Ντεμιρτάς στη Μόσχα (ο οποίος και καταδίκασε με την άφιξή του την ενέργεια της τουρκικής κυβέρνησης και την πτώση του ρωσικού μαχητικού) αποδεικνύουν ότι η Ρωσία, μετά και τις κυρώσεις κατά της Τουρκίας, θα ξεκινήσει να υποστηρίζει ένθερμα τα αιτήματα των Κούρδων, κυρίως δε όσο αυτά συνδέονται άμεσα με την στρατιωτική εμπλοκή της Άγκυρας στα εδάφη με κουρδικό πληθυσμό. Ο προσεταιρισμός των Κούρδων είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση που μπορεί να αντιμετωπίσει αυτή τη στιγμή ο Ερντογάν, ο οποίος αμέσως μετά τις εκλογές ισχυροποίησε τη θέση εντός των συνόρων. Όχι όμως για πολύ, ή τουλάχιστον, στο βαθμό που να μπορεί να παίζει σημαίνοντα ρόλο και στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.
Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους μετά το περιστατικό με το ρωσικό μαχητικό «άδειασαν» την Τουρκία, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) μολονότι οφείλει να ακολουθήσει τη γραμμή των Αμερικανών στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, συνεχίζει να συνομιλεί με την Άγκυρα λόγω προσφυγικού. Η ισχυροποίηση όμως της FRONTEX σε συνδυασμό και με την επίλυση που επιδιώκει ο Πούτιν για τερματισμό του συριακού εμφυλίου αναμένεται να «στριμώξουν» ακόμη περισσότερο στη γωνία την Τουρκία. Η συνέχιση των συνομιλιών για τη Συρία τον Ιανουάριο στη Γενεύη θα αποτυπώσουν ωμά αυτή την πραγματικότητα: την πλήρη απομόνωση του Ερντογάν και της τουρκικής κυβέρνησης από τους δυτικούς της συμμάχους και θα συμπιέσουν ακόμη περισσότερο την Άγκυρα τόσο στο ζήτημα της απεμπλοκής από την έμμεση υποστήριξη του ΙΚ, όσο και ευρύτερα στο κουρδικό ζήτημα. Η διαμόρφωση αυτών των νέων ισορροπιών είναι καθαρά αποτέλεσμα της στρατηγικής του Πούτιν.
Το μέτωπο που χτίζει η Ρωσία κατά του ΙΚ δεν επεκτείνεται μόνο δυτικά, αλλά και ανατολικά. Χώρες της Κεντρικής Ασίας, όπως το Κιργιστάν και το Ουζμπεκιστάν, έρχονται στο πλευρό της Μόσχας. Αμφότερες διατηρούσαν στενές σχέσεις με την Τουρκία, ωστόσο η πίεση που τους ασκεί η Ρωσία αλλάζει τα δεδομένα. Την ίδια στιγμή, οι σχέσεις Ρωσίας και Ιράν ενδυναμώνονται, με τον Ερντογάν να ψάχνει νέες ισορροπίες με το Ισραήλ προκειμένου να έχει «πάτημα» στην ευρύτερη περιοχή, διασφαλίζοντας επίσης τις επιλογές του ως προς την ανάπτυξη ενεργειακής συνεργασίας με το Τελ Αβίβ. Οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν περάσει από χίλια κύματα, και γνωρίζουν καλά τόσο ο Ερντογάν όσο και ο Νετανιάχου ότι η συνεργασία τους έχει ημερομηνία λήξης και είναι καθαρά συγκυριακή. Το Κυπριακό είναι το βασικότερο ζήτημα, καθώς οι Ισραηλινοί θέλουν καθαρή λύση για να επιταχύνουν την ενεργειακή συνεργασία με τη Λευκωσία, ενώ το δεύτερο σημαντικότερο ζήτημα είναι η πίεση που δέχεται ο Νετανιάχου από τη Ρωσία.
Η πίεση για περιορισμό στενών σχέσεων με την Τουρκία είναι και αποτέλεσμα της ανεπιτυχούς πολιτικής του Ισραήλ από το 2014 για ανάπτυξη συνεργασιών με άλλες χώρες στο ζήτημα της ενέργειας. Τα κοιτάσματα στα χωρικά ύδατα του Ισραήλ ενίσχυσαν την αυτοπεποίθηση του Νετανιάχου, ωστόσο δεν κατάφερε μέχρι τώρα να «δέσει» ισχυρές συμφωνίες και συμμαχίες, κυρίως με την Κίνα. Ο ρόλος της Ρωσία και σε αυτό το κομμάτι είναι καθοριστικός, καθότι οι σινο-ρωσικές σχέσεις βρίσκονται σε πλήρη άνθιση, με τους Ρώσους να διαθέτουν και επιμέρους, ισχυρά, και διακριτά στρατηγικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους Ισραηλινούς.
Στο προσφυγικό ζήτημα, οι συνομιλίες για τη Συρία με πρωτοβουλία της Μόσχας αναμένεται να καθορίσουν και την κλιμάκωση ή αποκλιμάκωση των προσφυγικών ροών. Η κλιμάκωση θα φέρει και πάλι σε αμυντική θέση την Τουρκία, ενώ η αποκλιμάκωση θα δώσει στη Μόσχα ακόμη μία επιβεβαίωση για το ποιος θα καθορίζει το επόμενο διάστημα τις ισορροπίες στη Μέση Ανατολή. Όσο για τις ΗΠΑ, είτε Ρεπουμπλικανός είτε Δημοκράτης είναι ο επόμενος Πρόεδρος, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η πολιτική ανάσχεσης του Ομπάμα θα ανήκει πλέον στο παρελθόν. Η μετα-αμερικανοποίηση της παγκόσμιας πολιτικής σκακιέρας δεν έχει ακόμη επέλθει, ωστόσο η Ρωσία έχει κερδίσει τις στρατηγικές μάχες του 2015, «χτίζοντας» παράλληλα και τις κατάλληλες κινήσεις για τις επόμενες του 2016.