Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στις 6 Δεκεμβρίου 2008 ήταν μία από τις πιο θλιβερές, πιο εξοργιστικές, πιο συντριπτικές στιγμές της Μεταπολίτευσης. Οχι μόνο επειδή το θύμα ήταν ένας 15χρονος μαθητής. Αλλά κι επειδή αποδείχθηκε πόσο εύκολο είναι να έχει τραγικές συνέπειες η «ακατάσχετη επιθυμία» ενός αστυνομικού «να προκαλέσει με κάθε τρόπο άοπλα νεαρά άτομα και να κάνει επίδειξη ισχύος εμφορούμενος από την ασφάλεια που του παρείχε η κατοχή του οπλισμού του», όπως αναφέρεται στην απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αμφισσας που έκρινε ένοχους τους δύο ειδικούς φρουρούς.
Η «εριστική, ανάρμοστη και προκλητική συμπεριφορά» (σύμφωνα με την ίδια απόφαση) δεν χαρακτηρίζει όμως μόνο τον Επαμεινώνδα Κορκονέα. Ανάλογη στάση δείχνει διαχρονικά ένα μεγάλο μέρος των αστυνομικών, ιδίως όταν έχουν να κάνουν με άτομα που ανήκουν εμφανώς σε μειονότητες. Πολλοί ομοφυλόφιλοι, για παράδειγμα, έχουν προβεί σε καταγγελίες για το bullying που δέχονται. Κι είναι χρέος του υπουργού Προστασίας του Πολίτη, αντί να σπεύδει πάντα να καλύψει τα όργανα της τάξης, να εργαστεί για να εξαλειφθούν οι προκαταλήψεις, οι αυθαιρεσίες και τα κρούσματα ρατσισμού στον χώρο που διοικεί.
Τίποτα από αυτά όμως δεν δικαιολογεί το κύμα βίας που σημειώνεται κάθε χρόνο με αφορμή την επέτειο εκείνης της αποτρόπαιης δολοφονίας. Με τον πετροπόλεμο, το σπάσιμο βιτρινών και την καταστροφή πεζοδρομίων ούτε τιμάται η μνήμη του Αλέξη ούτε βελτιώνεται η συμπεριφορά των δυνάμεων ασφαλείας. Και εκείνη που το έχει επισημάνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο είναι η μητέρα του αδικοχαμένου παιδιού, η Τζίνα Τσαλικιάν, που τόνισε πέρυσι ότι ο Αλέξανδρος ήταν κατά της βίας και ότι τα έκτροπα που σημειώνονται κάθε χρόνο προσβάλλουν την υστεροφημία του.
Ούτε είναι πρέπον να επαναληφθούν αυτές τις μέρες οι αντιπαραθέσεις και οι προκλήσεις που σημειώθηκαν τον περασμένο μήνα με αφορμή την επέτειο του Πολυτεχνείου. Μια σειρά από «επωνύμους» – δικηγόρους, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες – υπογράφουν κείμενο με το οποίο προαναγγέλλουν συγκέντρωση την Κυριακή στον τόπο της δολοφονίας για να τιμήσουν όχι μόνο τη μνήμη του Αλέξανδρου «και των αναρίθμητων δολοφονημένων από την Αστυνομία», αλλά και «τη συνεχώς δοκιμαζόμενη νεολαία που φυτοζωεί χωρίς ουσιαστική παιδεία» και πρέπει να ζήσει με τη ζοφερή διαπίστωση «στις τράπεζες λεφτά, στη νεολαία σφαίρες».
Ας αφήσουμε το ύφος της ανακοίνωσης – ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Εχουμε όμως πανδημία. Και το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι καινούργιες εστίες μετάδοσης του ιού. Ενα λουλούδι είναι πράγματι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος να δείξουμε ότι δεν ξεχνάμε τον Αλέξη. Αλλά το λουλούδι αυτό μπορούμε θαυμάσια να το τοποθετήσουμε φέτος στο μπαλκόνι μας ή στο παράθυρό μας. Ο ατομικός φόρος τιμής είναι πολύ ασφαλέστερος από τον μαζικό. Και δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, υποδεέστερος.
Τα υπόλοιπα είναι ανταγωνισμοί για την ιδιοκτησία της μνήμης.