Απολαυστική υπήρξε η συναυλία που εξέπεμψε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στο Διαδίκτυο στις 23 Ιανουαρίου από την πρώην αίθουσα «Φίλων της Μουσικής». Τα τρία έργα του προγράμματος, το Κοντσερτίνο για φλάουτο της Σεσίλ Σαμινάντ, το τρίτο Κοντσέρτο για βιολί του Μότσαρτ και η Σουίτα του Σοστακόβιτς από τη σκηνική μουσική που συνέθεσε για παράσταση του σαιξπηρικού «Αμλετ», αποδόθηκαν με επιτυχία υπό τη μουσική διεύθυνση του 35χρονου Ρωμανού Παπάζογλου. Σολίστ ήταν δύο μουσικοί από τις τάξεις της ορχήστρας, ο φλαουτίστας Μιχάλης Ραμός και ο βιολονίστας Απόλλων Γραμματικόπουλος.
Το Κοντσερτίνο της Σαμινάντ γράφηκε το 1902 αρχικά για φλάουτο και πιάνο για τους διαγωνιζόμενους σπουδαστές του παρισινού Ωδείου. Η Σαμινάντ το ενορχήστρωσε δύο χρόνια αργότερα με αφορμή την παρουσίαση του έργου στο Λονδίνο. Ο λυρισμός, η λεπτότητα και η κομψότητα του ύφους υπερισχύουν των τεχνικών δυσκολιών, δίνοντας στη σύνθεση χαρακτηριστικά γαλλικό χρώμα. Ο Ραμός και η ορχήστρα υπό τον Παπάζογλου ανταποκρίθηκαν με μια ερμηνεία ταιριαστά διάφανη και αέρινη. Το φλάουτο ήταν δεξιοτεχνικά πεντακάθαρο, αλλά κυρίως ερμηνευτικά πειστικό, διαμορφώνοντας τη μελωδική γραμμή με πλαστικότητα, ενώ η ορχήστρα διέπλαθε την απαραίτητη ατμόσφαιρα μέσα από ευαίσθητες εναλλαγές δυναμικής. Αντίστοιχα επιτυχημένη υπήρξε η ερμηνεία του 3ου Κοντσέρτου για βιολί του Μότσαρτ. Ο Απόλλων Γραμματικόπουλος έπαιξε με σιγουριά και σχημάτιζε τις φράσεις με φαντασία, τόσο στα ζωηρά μέρη όσο και στο αργό μεσαίο. Οπως φάνηκε ιδιαίτερα στο τρίτο μέρος, η ερμηνεία του διέθετε εξίσου ενέργεια και λυρισμό, περνώντας με ενδιαφέροντα τρόπο από τη μία μουσική παράγραφο στην επόμενη. Ταυτόχρονα, η διεύθυνση του Παπάζογλου εξασφάλιζε μια σχεδόν χορευτική κίνηση, σφραγίζοντας το συνολικά πειστικό αποτέλεσμα.
Οι ικανότητες του αρχιμουσικού εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα στο τελευταίο έργο του προγράμματος, τη σπάνια παιζόμενη Σουίτα από τη σκηνική μουσική που συνέθεσε ο Σοστακόβιτς για παράσταση του «Αμλετ» που ανέβηκε στη Μόσχα το 1932 σε σκηνοθεσία του Νικολάι Ακίμοφ. Η μουσική γράφηκε σε μία από τις πλέον γόνιμες περιόδους της ζωής του συνθέτη, λίγα χρόνια πριν από την όπερά του «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενκ». Επιπλέον, θα «έντυνε» μια πειραματική παράσταση, γεγονός που του επέτρεπε να ξεδιπλώσει όλες τις όψεις του ταλέντου του. Το επικό, το λυρικό και το σατιρικό και γκροτέσκο στοιχείο, οι εκρηκτικοί ρυθμοί εμβατηρίων και το έντονο λυρικό συναίσθημα είναι όλα παρόντα. Μάλιστα, εκφράζονται με πληθωρικό τρόπο, με την αχαλίνωτη ορμή της νιότης – το 1932 ο Σοστακόβιτς ήταν 26 ετών. Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών με τα πάντοτε αξιόπιστα ξύλινα και χάλκινα πνευστά, που μαζί με τα κρουστά είναι τόσο σημαντικά στις δεξιοτεχνικές ενορχηστρώσεις του Σοβιετικού συνθέτη, επέτρεψε στον Παπάζογλου να αναδείξει όλα τα παραπάνω χάρη σε μια καλοζυγισμένη ερμηνεία που απογείωσε τα δυναμικά μέρη, αλλά στάθηκε με την ίδια φροντίδα απέναντι στα λυρικά. Ξεχωριστό στοιχείο της βραδιάς ήταν πως η ερμηνεία κάθε μέρους δεν αρκέστηκε στο γράμμα, αλλά ανέδειξε και το πνεύμα της μουσικής.
Κριτική μουσικής