Ο νειρεύομαι συχνά τη δεκαετία του 1950. Αυτό είναι εξ αρχής αλλόκοτο διότι δεν έχω την παραμικρή ανάμνηση από τη συγκεκριμένη δεκαετία, ούτε και θα μπορούσα: γεννήθηκα οκτώ ημέρες πριν από τη λήξη της. Σε μια τηλεοπτική συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει ο Μένης Κουμανταρέας τον Μάιο του 2000, με είχε διαβεβαιώσει ότι η δεκαετία του 1950 ήταν μια «φρικτή δεκαετία», καθώς μόλις βγαίναμε από έναν μακρόχρονο πόλεμο, όπου εμείς οι Ελληνες -ως συνήθως – φροντίσαμε να εξαντλήσουμε και όλες τις παρατάσεις, να χτυπήσουμε και όλα τα πέναλτι και να σκοτώσουμε τελικά περισσότερους συμπατριώτες μας από ξένους. Βασίλευε παντού η φτώχεια, η δυστυχία, η αστυνομοκρατία και ο Κουμανταρέας – παρότι γόνος δεξιάς αστικής οικογένειας, ουσιαστικά προστατευμένος – δεν κατάφερνε να προφυλάσσει τη μυτούλα του από την ταγκή μυρωδιά τους.
Προφανώς η δική μου δεκαετία του 1950 δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική. Τα fifties των ονείρων μου βασίζονται στις ασπρόμαυρες ταινίες της αντίστοιχης δεκαετίας· διόλου τυχαία, και τα ίδια μου τα όνειρα είναι ασπρόμαυρα. Σ’ εκείνες τις ταινίες ο Εμφύλιος δεν περνάει ούτε σαν υπαινιγμός και οι χωροφύλακες μπορεί να αρπάζονται εύκολα, αλλά είναι κατά βάθος καλόκαρδοι. Στα όνειρά μου πρωταγωνιστεί τακτικά ο Ορέστης Μακρής. Αλλοτε ως αυστηρός γυμνασιάρχης που θέλει να καλοπαντρέψει τις κόρες του, άλλοτε ως μονόχνοτος γιατρός που θέλει να ξεριζώσει τις δεισιδαιμονίες της επαρχίας, ακόμη και ως γκαφατζής γυμναστής που τον δουλεύουν κακομαθημένα πλουσιοκόριτσα ή και μεθύστακας που επιβιώνει στο κοινωνικό περιθώριο, ο Μακρής ήταν η αδιαφιλονίκητη πατρική φιγούρα στη μεγάλη οθόνη, οικεία στους πάντες, κάπου κάπου αυταρχική, αλλά πάντοτε καλοσυνάτη. Πώς να μην τρυπώσει και στα όνειρά μου;
Οπως συμβαίνει συνήθως, υπάρχει ένας κοινός καμβάς σε αυτά τα όνειρα, αλλά η πλοκή κάθε ονείρου ανατροφοδοτείται διαρκώς – άλλοτε έμμεσα, άλλοτε άμεσα – από τις εξελίξεις της επικαιρότητας. Πώς διάολο κατορθώνουν ειδήσεις από το μακρινό 2021 να εμβολίζουν όνειρα που διαδραματίζονται εβδομήντα χρόνια νωρίτερα είναι κάτι που ανέκαθεν με εντυπωσίαζε και ποτέ δεν έπαψε να με αιφνιδιάζει. Προχθές, λόγου χάριν, είδα πάλι τον Ορέστη Μακρή να περιδιαβαίνει μια από εκείνες τις γειτονιές όπου μαζεύονταν οι νοικοκυρές στην αυλή και πήγαινε η γλώσσα τους ροδάνι.
Υποψιάζομαι ότι θα ήταν αληθινό μαρτύριο να ζεις δίπλα σε μια τέτοια αυλή – ιδίως εάν η εργασία σου απαιτούσε αυτοσυγκέντρωση ή, ακόμη χειρότερα, εάν έπιαναν εσένα στο στόμα τους – αλλά στο όνειρό μου η φλυαρία τους ακουγόταν σαν ευχάριστο τιτίβισμα. Το βλέμμα του Μακρή έπεσε πάνω σε μια νοικοκυρά που στεκόταν απόμερα κι έπλενε σε μια σκάφη ασπρόρουχα. «Μάγδα, πού είναι ο Παύλος σου;», τη ρώτησε ο Μακρής. Η νοικοκυρά δεν απάντησε· δεν είμαι σίγουρος εάν άκουσε καν την ερώτηση. Παρακάτω, ο Μακρής είδε ένα αγοράκι – δέκα, έντεκα; – να παίζει με ένα φθαρμένο λάστιχο· το είχε βρει παραπεταμένο, κοντά στο βουλκανιζατέρ. «Κωστάκη, πού είναι ο μπαμπάς σου;», ρώτησε ο Μακρής. Και πάλι η ερώτησή του έμεινε αναπάντητη.
Μια ευφρόσυνη αίσθηση με πλημμύρισε. Δεν ξέρω αν ο Μακρής ρωτούσε τυπικά, σαν τελετάρχης των καθημερινών μας αυτοματισμών -«γεια σου, τι κάνεις;» – ή εάν πράγματι ενδιαφερόταν να μάθει πού ήταν εκείνοι που έλειπαν, αλλά σε κάθε περίπτωση έδειχνε να μην ξέρει πού βρίσκονται οι απόντες και να μην αμφιβάλλει ότι η έκφραση της απορίας του θα τυλίξει τους παρόντες με μια κουβέρτα στοργής. Την πιθανότητα να γνώριζε ήδη την απάντηση και τη συνακόλουθη μοχθηρία της ερώτησής του θα τις αντιμετώπιζα μονάχα αφότου ξυπνούσα.