Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε σήμερα ότι “εισαγγελία κράτους μέλους μπορεί να εκδώσει ευρωπαϊκή εντολή έρευνας αν και είναι εκτεθειμένη στον κίνδυνο να υπόκειται σε οδηγίες της εκτελεστικής εξουσίας ως προς συγκεκριμένη υπόθεση”.
Συγκεκριμένα, “σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας μπορεί να εκδοθεί από την εισαγγελία κράτους μέλους η οποία είναι εκτεθειμένη στον κίνδυνο να υπόκειται σε οδηγίες παρεχόμενες ως προς συγκεκριμένη υπόθεση από την εκτελεστική εξουσία. Τα θεμελιώδη δικαιώματα του προσώπου το οποίο αφορά η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας προστατεύονται επαρκώς τόσο κατά το στάδιο της έκδοσής της όσο και κατά το στάδιο της εκτέλεσής της σε άλλο κράτος μέλος”, αποφάνθηκε το ΔΕΕ.
Το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου αφού διευκρινίσει ότι οι έννοιες της «δικαστικής αρχής» και της «αρχής έκδοσης», κατά την οδηγία περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, περιλαμβάνουν τον εισαγγελέα κράτους μέλους ή, γενικότερα, την εισαγγελία κράτους μέλους, επισημαίνει προκαταρκτικώς ότι, κατά την οδηγία αυτή, μια ευρωπαϊκή εντολή έρευνας μπορεί να εκτελεστεί μόνον αν η αρχή που την εξέδωσε συνιστά «αρχή έκδοσης» και ότι, όταν μια τέτοια εντολή εκδίδεται από άλλη αρχή έκδοσης και όχι από δικαστή, δικαστήριο, ανακριτή ή εισαγγελέα που έχει αρμοδιότητα επί της συγκεκριμένης υποθέσεως, πρέπει να επικυρωθεί από «δικαστική αρχή» πριν διαβιβασθεί προς εκτέλεσή της σε άλλο κράτος μέλος.
Το ΔΕΕ ξεκαθαρίζει ότι το δικαστήριο ή ο ανακριτής, νοούνται ως «αρχή έκδοσης» στην εν λόγω οδηγία και πως ο χαρακτηρισμός του εισαγγελέα ως «αρχής έκδοσης» ή ως «δικαστικής αρχής» δεν εξαρτάται από την απουσία σχέσεως νομικής εξαρτήσεώς του έναντι της εκτελεστικής εξουσίας του κράτους μέλους στο οποίο ασκεί τα καθήκοντά του.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο τονίζει ότι η έκδοση ή η επικύρωση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας υπόκειται σε διαδικασία και σε εγγυήσεις διαφορετικές από εκείνες που διέπουν την έκδοση ΕΕΣ.
Το ΔΕΕ επισημαίνει ιδίως ότι, “βάσει της οδηγίας περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, ο εισαγγελέας που εκδίδει ή επικυρώνει μια τέτοια εντολή πρέπει να λαμβάνει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας και τα θεμελιώδη δικαιώματα του προσώπου το οποίο αυτή αφορά και ότι η εν λόγω εντολή πρέπει να μπορεί να προσβληθεί αποτελεσματικά με ένδικο μέσο τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που παρέχεται στο πλαίσιο αντίστοιχης εθνικής διαδικασίας”.
Το ΔΕΕ κρίνει δε ότι “τόσο κατά το στάδιο της έκδοσης ή της επικύρωσης όσο και κατά το στάδιο της εκτέλεσης μιας ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, η οδηγία περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας περιλαμβάνει ένα σύνολο εγγυήσεων οι οποίες διασφαλίζουν την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο αφορά η εντολή”.
Τέλος, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι “ο σκοπός που επιδιώκει μια ευρωπαϊκή εντολή έρευνας είναι διαφορετικός από τον σκοπό που επιδιώκει ένα ΕΕΣ”. Ειδικότερα, “ενώ το ΕΕΣ αποσκοπεί στη σύλληψη και στην παράδοση προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας, η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας αποσκοπεί, από την πλευρά της, στην εκτέλεση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων ερευνητικών μέτρων με στόχο τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων”.
Συνεπώς, “μολονότι ορισμένα από αυτά τα ερευνητικά μέτρα ενδέχεται να είναι παρεμβατικά, η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας δεν θίγει εντούτοις, σε αντίθεση με το ΕΕΣ, το δικαίωμα στην ελευθερία του προσώπου το οποίο αφορά η εντολή”, κρίνει το ΔΕΕ.