Το 1928 ο Μπέρτολτ Μπρεχτ είχε διατυπώσει στο θεατρικό του έργο «Η Όπερα της Πεντάρας» την περίφημη άποψη , ότι «μεγαλύτερο αδίκημα και από τη ληστεία μιας τράπεζας, είναι η ίδρυσή της»!
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε και δε συμφωνώ με την παραπάνω άποψη, γιατί η μεταπολεμική ιστορική εμπειρία έχει αποδείξει περίτρανα ότι μια δυτική δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει , αν δεν υπάρχει ένα υγιές τραπεζικό σύστημα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι αναγκαίο να αναφέρουμε επίσης, ότι οι τράπεζες δεν συνιστούν ένα απομονωμένο πεδίο , αλλά συνιστούν ένα αναπόσπαστο στοιχείο μιας κοινωνίας και μιας οικονομίας.
Εξάλλου στα χρόνια της σκληρής οικονομικής κρίσης οι Έλληνες φορολογούμενοι είχαν ανακεφαλαιώσει τα προβληματικά τραπεζικά ιδρύματα με τα δικά τους λεφτά.
Υπό αυτήν την έννοια πιστεύω ακράδαντα, ότι η ποινική μεταχείριση ενός τραπεζικού στελέχους , το οποίο διαπράττει ένα κακούργημα και χορηγεί κάποιο δάνειο πάνω από 120.000 ευρώ χωρίς εμπράγματη εξασφάλιση, δεν είναι δυνατό να είναι διαφορετική…
Σε σύγκριση με την ποινική μεταχείριση την οποία θα έχουν τα στελέχη άλλων ιδιωτικών εταιριών.
Ή τα στελέχη των οργανισμών του Δημοσίου, όταν διαπράττουν το ίδιο έγκλημα (:δηλαδή το έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας του άρθρου 390 του Ποινικού Κώδικα).
Μια τέτοια θεώρηση θα ερχόταν σε σφοδρή αντίθεση με το άρθρο 4 του Συντάγματος το οποίο καθιερώνει τη διαβόητη «ισότητα απέναντι στο νόμο» !
Κάτω από αυτό το πρίσμα θεωρώ , ότι είναι εντελώς προβληματική -και ίσως επικίνδυνη- η ρύθμιση την οποία είχε ψηφίσει ο σημερινός Υπουργός Δικαιοσύνης με το άρθρο 12 του ν. 4637 /2019.
Τι ακριβώς λέει η ρύθμιση τούτη; Ότι η κακουργηματική απιστία θα διώκεται μόνο μετά από καταγγελία («έγκληση») της ίδιας της Τράπεζας.
Δεν το αποκλείω, αλλά νομίζω ότι είναι εξαιρετικά αφελές να πιστεύει κανείς ότι ένα Τραπεζικό ίδρυμα θα φανεί ιδιαίτερα πρόθυμο για να καταγγείλει μια κακουργηματική απιστία , η οποία έχει διαπραχθεί στους κόλπους του!
Και δεν κατανοώ ειλικρινά καθόλου, γιατί οι Εισαγγελικές αρχές θα παρεμβαίνουν αυτεπάγγελτα όταν λαμβάνουν μια πληροφορία ότι έχει τελεστεί το ανωτέρω έγκλημα σε ένα περιφερειακό Δήμο της Θεσσαλονίκης!
Και δεν θα παρεμβαίνουν αυτεπάγγελτα , όταν πληροφορούνται ότι το ίδιο έγκλημα έχει ενδεχόμενα διαπραχθεί στους κόλπους μιας Τράπεζας!
Όλα αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα , γιατί κατ΄ ουσία οι Τράπεζες θα έχουν μια «ποινική ασυλία»!
Και με ενοχλεί και κάτι άλλο. Ποιο ; Με τον ίδιο νόμο (4637/2019) είχε τεθεί από την κυβέρνηση και μια τετράμηνη προθεσμία για να υποβάλλουν οι Τράπεζες (αν το ήθελαν) «μια έγκληση» για τις εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις, οι οποίες είχαν ανοίξει αυτεπάγγελτα και αφορούσαν πράξεις απιστίας.
Ωστόσο όλοι γνωρίζουμε , ότι όταν περνάει η προθεσμία για την υποβολή της έγκλησης, τότε «εξαλείφεται το αξιόποινο» !
Υπό αυτήν την έννοια η παραπάνω ρύθμιση είναι-κατά τη γνώμη μου- αντισυνταγματική γιατί η εκτελεστική εξουσία (: η κυβέρνηση) προωθεί μια εσπευσμένη «εξάλειψη του αξιοποίνου» – ή μια κρυπτοαμνηστία για ορισμένα τραπεζικά στελέχη- για κακουργήματα απιστίας για τα οποία θα έπρεπε να αποφασίσουν τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια (:σύγχυση εξουσιών).
Και όλες αυτές οι μεθοδεύσεις είχαν καυτηριαστεί από τους μεγάλους καθηγητές του Ποινικού Δικαίου, δηλαδή από τον Ιωάννη Μανωλεδάκη και από τον Νικόλαο Ανδρουλάκη!
Το συμπέρασμα; Δεν μπορεί να υπάρχει ξεχωριστό Ποινικό Δίκαιο για τις Τράπεζες και να απαλλάσσονται ορισμένα τραπεζικά στελέχη από τις ποινικές τους ευθύνες για κακουργηματική απιστία με τέτοιου είδους κακές και αντισυνταγματικές μεθοδεύσεις!
Επίσης, όλοι είναι απαραίτητο να κατανοήσουν, ότι κατά το Σύνταγμα μας μόνο τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια αποφασίζουν για την «απαλλαγή» των κατηγορουμένων !
Όχι η κυβέρνηση!
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πιστεύω ειλικρινά, ότι ο Εισαγγελέας του ΑΠ είναι αναγκαίο να ασχοληθεί άμεσα με αυτό το θέμα !
O Γρηγόρης Καλφέλης είναι Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ (kalfelis@law.auth.gr)