Home / ΒΙΒΛΙΟ / Γούντι Αλεν, ο απολογισμός

Γούντι Αλεν, ο απολογισμός

ΓΟΥΝΤΙ ΑΛΕΝΣχετικά με το Τίποταμτφρ.: Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκηςεκδ. Ψυχογιός, σελ. 326

Και μόνο το γεγονός ότι ο 86χρονος Γούντι Αλεν θεωρεί απαραίτητο να αφιερώσει ένα σεβαστό μέρος της αυτοβιογραφίας του υπερασπιζόμενος τον εαυτό του απέναντι σε κατηγορίες που έχουν καταπέσει εδώ και δεκαετίες στα δικαστήρια, μοιάζει με ήττα για τον πολιτισμό. Από την άλλη, ο ίδιος ο Αμερικανός σκηνοθέτης (και σεναριογράφος, συγγραφέας, ηθοποιός, μουσικός…) δηλώνει ευθαρσώς μέσα στο ίδιο βιβλίο πως δεν είναι και κανένας γίγαντας της διανόησης, αντιθέτως ξέρει πώς να μοιάζει τέτοιος όταν χρειάζεται. Επίσης ομολογεί πως «ποτέ δεν έκανα ένα σπουδαίο φιλμ», οπότε η παραπάνω διατύπωση μπορεί να είναι και υπερβολικά βαρύγδουπη.
Σε κάθε περίπτωση, το «Σχετικά με το Τίποτα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός, είναι διαποτισμένο ακριβώς με το πνεύμα του δημιουργού του: ειρωνικό, αστείο, αυτοσαρκαστικό, ανασφαλές, απολαυστικό. Και ευτυχώς, εκτός των σχετικών κεφαλαίων με την πολύκροτη υπόθεση Φάροου, η οποία αναλύεται εξαντλητικά, όλο το υπόλοιπο βιβλίο είναι αφιερωμένο στη ζωή και στο έργο αυτού του ζωντανού θρύλου του σινεμά.
Το ωραίο με την αυτοβιογραφία του Αλεν, όπως συμβαίνει και με τις ταινίες του, είναι ότι δεν είσαι πάντα σίγουρος πότε εκείνος μιλάει σοβαρά και πότε σου κλείνει περιπαικτικά το μάτι. Τα περί καλλιέργειας, για παράδειγμα, που αναφέραμε παραπάνω, μοιάζουν μάλλον απίθανα για κάποιον που έχει υπόψη του το έργο έξι δεκαετιών, αφήστε που αναιρούνται από την ίδια του την αφήγηση σε άλλα σημεία. Το βέβαιο πάντως είναι ότι όλα ξεκινούν και συνεχίζουν να κινούνται γύρω από την αγαπημένη του Νέα Υόρκη, από τα παιδικά και εφηβικά χρόνια στο Μπρούκλιν, που περιγράφονται διεξοδικά, μέχρι τη διαχρονική λατρεία για το Μανχάταν, το οποίο ονομάτισε και μια από τις καλύτερες ταινίες του.

Σημαντικό μέρος του βιβλίου πάντως εκτυλίσσεται πριν ο Γούντι Αλεν περάσει πίσω από την κάμερα, τότε που ακόμα ήταν ανερχόμενος κωμικός της τηλεόρασης και του θεατρικού πάλκου. Επιτυχίες, αποτυχίες, φρενιασμένη δουλειά, πιστοί φίλοι και (πολλοί) έρωτες περνούν μέσα από τις σελίδες· εμπειρίες που θα ήταν αρκετές για μια ολόκληρη ζωή, κι όμως συνειδητοποιείς ότι ο Γούντι που συμβαδίζεις μαζί του δεν είναι ακόμη ούτε 35 χρόνων.
Το απόλυτο πλάνο από το «Μανχάταν»: ένα ζευγάρι (στην προκειμένη ο ίδιος και η Νταϊάν Κίτον) απολαμβάνει μια εκπληκτική θέα της Νέας Υόρκης.
Οταν πια φτάνει στο σημείο της πρώτης του κινηματογραφικής σκηνοθεσίας, περιγράφει τη μέθοδό του με τρόπο απλό και αφοπλιστικό: «Εγραψα το σενάριο, ξέρω τι θέλω να δείξω. Ξέρω, όταν κοιτάζω μέσα από την κάμερα, αν βλέπω αυτό που οραματίστηκα. Αν δεν είναι, διορθώνω τα πράγματα. Ισως χρειαστεί να στρέψω την κάμερα λίγο στα αριστερά ή στα δεξιά, να τη φέρω λίγο πιο κοντά ή να την πάω λίγο πιο μακριά. Εάν ο χαρακτήρας που φιλμάρω βαδίζει κάπου, τον ακολουθούμε καθώς η κάμερα είναι σε τροχούς. Ενας αντικαταστάτης παίζει τον ρόλο μου κι όταν ο οπερατέρ έχει ολοκληρώσει τον φωτισμό, είμαστε έτοιμοι για γύρισμα. Λέω στον αντικαταστάτη να πάει να πιει μια μπίρα και παίρνω τη θέση του. Παίζω τη σκηνή που έχω γράψει και λέω τα λόγια με τον τρόπο με τον οποίο θέλω να τα ακούσω».
Φυσικά στην πορεία περιγράφονται πολλές παραλλαγές της συγκεκριμένης εκδοχής, αναποδιές σε γυρίσματα, τσακωμοί, απρόοπτα και γέλιο που καμιά φορά βγαίνει «ξινό» – εκτός από το «Match Point», εκεί όπου όλα (ιστορία, ερμηνείες, καιρός), όπως λέει, πήγαν για μια φορά τέλεια. Οι ταινίες, πάντως, και η διαδικασία δημιουργίας τους δεν μονοπωλούν το βιβλίο. Αντιθέτως μένει μπόλικος χώρος για τις ουκ ολίγες όμορφες, συναρπαστικές γυναίκες, που είναι η άλλη μεγάλη αγάπη του Αλεν: Από την πανέμορφη Λουίζ Λάσερ, που ήταν και η δεύτερη σύζυγός του, μέχρι την Νταϊάν Κίτον, τη Μία Φάροου και τη σημερινή σύντροφό του, Σουν-Γι, ο τρόπος που μιλάει για αυτές είναι τρυφερός και γεμάτος θαυμασμό, ενώ δεν είναι τυχαίο πως κυρίως οι γυναίκες πρωταγωνίστριες ήταν αυτές που επέστρεφαν ξανά και ξανά στα έργα του. Για τον Γούντι Αλεν άλλωστε ισχύει η ατάκα της Σκάρλετ Γιοχάνσον από το «Match Point»: «Κανείς δεν ζήτησε τα λεφτά του πίσω».

Πηγή

About kathimerini