Όταν χάνεις κάτι » δεδομένο» και ιδιαίτερα εθιμικό, τότε συνειδητοποίησα όχι μόνο την αξία του αλλά και την σημασία του, το νόημά του. Η πανδημία γίνεται αιτία για μια ακόμη φορά για αυτήν την συνειδητοποίηση.
Οι γιορτές αποτελούν σημαντικές τομές στην οργάνωση του χρόνου μας. Ακόμα και στην σημερινή μεταβιομηχανική κοινωνία, της οποίας βασικό χαρακτηριστικό είναι η εκκοσμίκευση και η απομάγευση του συλλογικού και ατομικού μας βίου, ο χρόνος συνεχίζει να διακρίνεται σε καθημερινό και «ιερό». Το συνεχές της καθημερινότητας διακόπτεται από γιορτινές στιγμές-μέρες, οι οποίες, με τον τρόπο τους, εκτός της σχόλης, μας θυμίζουν και την ιερή διάσταση της ζωής, το μεταφυσικό της στοιχείο.
Μας θυμίζουν, λέμε, γιατί στο υπόβαθρο της γιορτινής μας διάθεσης και συμπεριφοράς υπάρχει η υπόμνηση της ιερότητας, παρότι χαμένη στα νέφη της εμπορευματοποίησης και της καταναλωτικής μανίας, της μαζικής και σχεδόν αναγκαστικής διασκέδασης, όπως το απαιτούν οι μέρες και κυρίως η αγορά.
Τι είναι όμως η ιερότητα και σε τι συνίσταται σε έναν κόσμο υλιστικού προσανατολισμού και άκρως ατομικιστικό; Τι μπορεί να σημαίνει ιερότητα σε έναν κόσμο όπου έχει θεοποιηθεί η απεριόριστη απόλαυση υλικών αγαθών και ο υλικός πλουτισμός στο όνομα της ατομικής επίτευξης και «ελευθερίας»;
Αν σκεφτούμε ότι όλες οι θρησκείες ξεκίνησαν από την ανάγκη να απαντηθούν βασικά υπαρξιακά ερωτήματα και κυρίως το ερώτημα του θανάτου, πώς απαντάμε σήμερα σε αυτό το ερώτημα; Πώς καλύπτουμε τις όποιες μεταφυσικές μας αγωνίες σε ώρες κρίσιμες, όπως πράγματι είναι οι γιορτινές τομές στον έτσι κι αλλιώς ισοπεδωμένο και ανίερο χρόνο μας;
Οι πιο μεγάλες μας γιορτές εκτός από τομές, συνιστούν και διαβάσεις. Είναι διαβατήριες. Σημαδεύουν μεταβάσεις από μια χρονική διάρκεια σε μια άλλη, από μια κατάσταση σε μια άλλη, από κάτι παλιό σε κάτι καινούργιο. Αυτό μπορεί να εκφράζεται με την γέννηση ή την αναγέννηση. Με τον θάνατο και την ανάσταση. Το τέλος του παλιού και την αρχή του νέου. Η γέννηση ενός ήρωα, ενός δαίμονα ή ενός Θεού, ανάλογα, συνιστά την δραματοποίηση ενός οικουμενικού μύθου που βρίσκεται στον πυρήνα της θρησκείας και συνεπώς στην καρδιά της διαχρονικής μεταφυσικής αγωνίας του ανθρώπου.
Όλα αυτά, ωστόσο, έχουν και ένα κοινωνικό αντίκρυσμα. Είχαν πάντοτε και παντού. Ένα αντίκρυσμα, που σήμερα γίνεται ιδεολογικό αίτημα, ενώ στις έτσι αποκαλούμενες «πρωτόγονες ή «παραδοσιακές» κοινωνίες ήταν εθιμικό δεδομένο.
Ήταν έθιμο, παραδείγματος χάριν, η αλληλοσυγχώρεση και η αλληλεγγύη. Ήταν έθιμο η έκφραση της συλλογικότητας, η ανανέωση του πνεύματος του «κοινού ανήκειν» στην κοινότητα με πυρήνα την οικογένεια. Ήταν έθιμο ένα είδος αλληλοβοήθειας που ενείχε και το στοιχείο της αναδιανομής των υλικών αγαθών. Ήταν έθιμο η επικοινωνία με τους νεκρούς που εξέφραζαν την συνέχεια και την συνοχή της ομάδας.
Μπορούν, άραγε, όλα αυτά, να υπάρξουν, να λειτουργήσουν στις νέες συνθήκες, δίχως να είναι φολκλόρ και αναγκαστική έκφραση φιλανθρωπίας που φτάνει μέχρι την κατασίγαση των τύψεών μας για τις αδικίες του κόσμου;
Και, τέλος, μπορούν τα τερτίπια της αγοράς και η » μαγεία» των πολύχρωμων φώτων να επαναμαγεύσουν αυτές τις γιορτινές μέρες δίχως υπερκατανάλωση και επιδεικτική σπατάλη;
Οι φετινές γιορτές, πάντως, είναι μια αφορμή να τα σκεφτούμε όλα αυτά, να αναστοχαστούμε, να αναθεωρήσουμε. Οι γιορτές να μην είναι γιορτές άσκοπης κατανάλωσης αλλά ανθρώπινης ζεστασιάς και επικοινωνίας, συμφιλίωσης και αλληλεγγύης .
Ο Βασίλης Νιτσιάκος είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων