Πιστεύω ότι οι δικαστές την Τετάρτη θα ανακοινώσουν την καταδίκη της Χρυσής Αυγής και της ηγεσίας της για αυτό που είναι: μια εγκληματική ναζιστική συμμορία.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι δικαστές θα θελήσουν να πάρουν μια απόφαση που να έρχεται σε σύγκρουση με την πάνδημη απαίτηση καταδίκης που καταγράφεται στην κοινωνία, αλλά και στο πολιτικό σύστημα.
Και όντως η καταδίκη της Χρυσής Αυγής θα είναι μια καλή στιγμή για τη δημοκρατία και τους θεσμούς της.
Όμως, ας μη γελιόμαστε το πρόβλημα με τον φασισμό και τη Χρυσή Αυγή δεν ήταν ποτέ μόνο ή κυρίως δικαστικό.
Το πρόβλημα ήταν πώς μπόρεσε αυτή η αποδεδειγμένα πια εγκληματική οργάνωση να έχει ένα τόσο μαζικό ακροατήριο και να φτάσει να μπει στο κοινοβούλιο.
Γιατί ο φασισμός φούντωσε μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες και βοηθήθηκε από συγκεκριμένες πολιτικές.
Φούντωσε μέσα σε μια βαθιά πολιτική κρίση που έδωσε ξανά χώρο σε απόψεις ξενοφοβικές και αυταρχικές.
Βοηθήθηκε από το γεγονός ότι άλλα κόμματα, αλλά και ΜΜΕ σιγόνταραν άμεσα ή έμμεσα ρατσιστικές ή ξενοφοβικές απόψεις.
Άντλησε νομιμοποίηση από το πώς κόμματα και πολιτικοί ήταν έτοιμοι να υιοθετήσουν πλευρές της ατζέντας της ακροδεξιάς.
Και βέβαια πάτησε πάνω στο γεγονός ότι μέσα στην ελληνική κοινωνία, στους «ανθρώπους της διπλανής πόρτας», στις γειτονιές, σε κομμάτια της νεολαίας και ρατσισμός υπάρχει και ξενοφοβία και μίσος για τον «άλλο» και λατρεία για την «ηγεσία» και βαθύς συντηρητισμός και συχνά και ανορθολογισμός (καθόλου τυχαίο το γεγονός πόσοι «ψεκασμένοι» είναι και ακροδεξιοί).
Με όλα αυτά δεν ξεμπερδεύουμε απλώς με μια καταδίκη.
Η καταδίκη αφορά το να μην υπάρχει αυτός ο πολιτικός οργανισμός και να μη δοκιμάσουν οι κάθε λογής Κασιδιάρηδες να κάνουν «μεγάλη επιστροφή».
Όμως, όλα τα υπόλοιπα αφορούν όλους μας.
Αφορά την κοινωνία των πολιτών, την εκπαίδευση, τα μέσα ενημέρωσης, τα κινήματα, όλους τους χώρους που μπορούν να βάλουν πλάτη ώστε να ξεριζωθούν οι νοοτροπίες, τα στερεότυπα, οι προκαταλήψεις που διαρκώς τροφοδοτούν το φασισμό.
Και αυτή η μάχη θα πάρει καιρό.