Μόλις μερικές ημέρες αφότου η Ε.Ε. έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με την Κίνα, ο Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτς κατέφθασε σήμερα στο Πεκίνο, συνοδευόμενος από εκπροσώπους επιχειρηματικών κολοσσών όπως η Volkswagen, η Deutsche Bank και η Siemens. Το μήνυμα που μεταφέρει ήταν ξεκάθαρο: οι επιχειρηματικές σχέσεις με τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου πρέπει να συνεχιστούν.
Πρόκειται για την πρώτη συνάντηση ηγέτη της G7 στην Κίνα εδώ και περίπου τρία χρόνια, ενώ η χρονική στιγμή είναι ιδιαίτερη, αφού η Γερμανία βρίσκεται στο κατώφλι της ύφεσης. Το πρόβλημα είναι ότι προσπαθώντας να απεξαρτηθεί από τη Ρωσία, η Γερμανία φαίνεται να εντείνει τις σχέσεις της με την Κίνα.
Βέβαια, η Γερμανία δεν είναι σε θέση να απεξαρτηθεί από την Κίνα, η οποία είναι και ο μεγαλύτερος εμπορικός της εταίρος. Σύμφωνα με το οικονομικό Ινστιτούτο του Κιέλου, μία μεγάλη μείωση στο εμπόριο μεταξύ της Ε.Ε. και της Κίνας θα οδηγήσει σε συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 1%. Ιδίως όσο η Ρωσία, προηγουμένως βασικός προμηθευτής της Γερμανίας στο φυσικό αέριο, συνεχίζει τον πόλεμο στην Ουκρανία, η χώρα οφείλει να στηρίξει τις εξαγωγικές της αγορές.
Η πίεση προς τη γερμανική κυβέρνηση για αποδέσμευση από την Κίνα εντείνεται: 70 ομάδες προάσπισης κοινωνικών δικαιωμάτων ζήτησαν από τον Σολτς σε σχετική επιστολή να «επανεξετάσει» το ταξίδι του στο Πεκίνο. Ο Καγκελάριος «έχει πει επανειλημμένως ότι δεν είναι υπέρ της αποδέσμευσης ή του να στρίψει την πλάτη του στην Κίνα. Αλλά επίσης λέει: διαφοροποίηση και μείωση του ρίσκου», υποστήριξε μετά από μερικές ημέρες εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης.
Το τέλος της χρυσής εποχής
Το ζήτημα έλαβε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις όταν η κινεζική Cosco απέσπασε μερίδιο 24,9% στο λιμάνι του Αμβούργου, προκαλώντας αντιδράσεις στην Ε.Ε., αλλά και στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας. «Δεν υπάρχει ανταποδοτικότητα: Η Γερμανία δεν μπορεί να επενδύσει σε κινεζικά λιμάνια για παράδειγμα», υπογράμμισε το οικονομικό ινστιτούτο ifo, αναφερόμενο στους κινδύνους της συμφωνίας. «Έχουμε κάνει στρατηγικά λάθη στο παρελθόν με την πώληση υποδομών στην Κίνα», δήλωσε ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν την ημέρα που ανακοινώθηκαν οι σχετικές διαπραγματεύσεις.
Ωστόσο – παρά τους υγειονομικούς περιορισμούς και τις γεωπολιτικές εντάσεις – η Γερμανία εξακολουθεί να έχει πολλά οικονομικά κίνητρα να παραμείνει κοντά στην Κίνα, της οποίας η παρουσία είναι εμφανής στην γερμανική οικονομία. Ενδεικτικά, παρότι περίπου το 12% των συνολικών εισαγωγών προήλθαν από την Κίνα πέρυσι, η χώρα έφερε το 80% των εισαγόμενων λάπτοπ και το 70% των κινητών τηλεφώνων.
Επίσης, οι κλάδοι της αυτοκινητοβιομηχανίας, των χημικών και των ηλεκτρονικών επίσης εξαρτώνται από το κινεζικό εμπόριο. Ενδεικτικά, στην Κίνα πραγματοποιήθηκε το 40% των παγκόσμιων παραδόσεων της Volkswagen τα πρώτα τρία τρίμηνα φέτος και είναι επίσης η κορυφαία αγορά για άλλες αυτοκινητοβιομηχανίες, όπως η Mercedes.
Την περασμένη εβδομάδα, ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, δήλωσε στο Reuters πως η κυβέρνηση προσπαθεί να εφαρμόσει μία νέα εμπορική πολιτική με την Κίνα για μερική απεξάρτηση από τις πρώτες ύλες, τις μπαταρίες και τους ημιαγωγούς. Ωστόσο, η κινεζική αγορά προσφέρει τόσες ευκαιρίες ανάπτυξης για τις γερμανικές επιχειρήσεις που η αποδέσμευσή τους θα είναι εξαιρετικά δύσκολη.
moneyreview.gr με πληροφορίες από CNN
Διαβάστε επίσης:
Μακρόν: Η Ε.Ε. έχει κάνει στρατηγικά λάθη με την πώληση υποδομών στην Κίνα
Πολλαπλά καμπανάκια από το εμπόριο στη Γερμανία: Τι συμβαίνει στην ατμομηχανή της Ευρώπης
Η COSCO μπαίνει στο λιμάνι του Αμβούργου
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News