Ο λόγος, η γλώσσα, η φωνή ― αντίδοτα στο θάνατο και στη δυστυχία.
(«Τα γνωμικά του Τσαρούχη», εκδόσεις Βουρκαριανή, 1987, 14)
Η ζωή είναι τόσο θαυμαστό πράγμα, ώστε η τιμή της είναι το μυστήριο του θανάτου.
(«Τα γνωμικά του Τσαρούχη», εκδόσεις Βουρκαριανή, 1987, 28)
Το να μην μπορείς να πιστέψεις είναι ένα είδος αναπηρίας.
(«Τα γνωμικά του Τσαρούχη», εκδόσεις Βουρκαριανή, 1987, 35)
Είναι οδυνηρό, για να σε εκτιμήσουν, να προσπαθείς να κάνεις πράγματα που να αρέσουν σε ανθρώπους που δεν εκτιμάς.
(«Τα γνωμικά του Τσαρούχη», εκδόσεις Βουρκαριανή, 1987, 44)
Στην Ελλάδα οι άνθρωποι φοβούνται μήπως υπερφαλαγγισθούν. Γι’ αυτό, όταν κάποιος έχει ένα χάρισμα, διώκεται.
(«Τα γνωμικά του Τσαρούχη», εκδόσεις Βουρκαριανή, 1987, 50)
Αρετές μας είναι τα ελαττώματά μας που τα παραδεχτήκαμε.
(«Τα γνωμικά του Τσαρούχη», εκδόσεις Βουρκαριανή, 1987, 52)
Τόσα πολλά αγράμματα τσογλάνια. Τι φρίκη, Θεέ μου…
(«Μια επιστολή», 1977. Αγαθόν το εξομολογείσθαι, εκδόσεις Καστανιώτη, 1986, 228)
*Οι ανωτέρω ρήσεις του Γιάννη Τσαρούχη προέρχονται από το διαδικτυακό τόπο του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού (snhell.gr).
Ο ζωγράφος και σκηνογράφος Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά στις 13 Ιανουαρίου 1910.
Από τους σημαντικότερους κατά κοινή παραδοχή εκπροσώπους της γενιάς του ’30, ο Τσαρούχης ενσάρκωσε στο έργο του το ιδανικό της ελληνικότητας.
Με το ξεχωριστό προσωπικό ύφος του, καρπό των πολλαπλών επιρροών που δέχτηκε, ο Τσαρούχης απεικόνισε τοπία, νεκρές φύσεις, γυμνά και αλληγορικές σκηνές.
Εξόχως χαρακτηριστικό κομμάτι του έργου του αποτελούν οι σκηνές με ναύτες και στρατιώτες, αλλά και τα μεμονωμένα πορτρέτα, απόρροια του ενδιαφέροντός του για την ανθρώπινη μορφή.
Ο Γιάννης Τσαρούχης απεβίωσε στην Αθήνα στις 20 Ιουλίου 1989.