Η τηλεφωνική κουβέντα μας με τον Γιάννη Στάνκογλου έγινε την περασμένη Κυριακή, μια κατ’ εξοχήν «μπαμπαδίστικη» μέρα που διατηρεί αυτό το χαρακτηριστικό της ακόμη και εν μέσω καραντίνας. Το πρωί, βόλτα στον Κεραμεικό με την κόρη του, τη Φοίβη, και τον γιο του, τον Φίλιππο. Και μετά πίσω στο σπίτι για παιχνίδι, μαγειρικές και όλα εκείνα που κάνουν τους μεγάλους να νιώθουν μικροί και τους μικρούς να ενθουσιάζονται επειδή αισθάνονται για λίγο μεγάλοι – μια ειδική γονική συνθήκη στην οποία είναι όλοι συνομήλικοι. Την ίδια μέρα όμως ήταν και η διαδικτυακή εκδήλωση των θεατρικών βραβείων κοινού του «Αθηνοράματος» στην απονομή των οποίων συμμετείχε ως περσινός νικητής – για την ερμηνεία του στο «Γιούγκερμαν» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου. (Να θυμίσω επίσης ότι το 2019 τιμήθηκε με το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ της Φλωρεντίας και Β’ ρόλου στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για την ερμηνεία του στην ταινία The Waiter).
«Για μένα, βράβευση είναι να έρθει ο θεατής και να μου πει ότι, παρακολουθώντας με στη σκηνή, κάτι μετέφερα σε εκείνον, κάτι μετατοπίστηκε μέσα του. Πρόκειται για ένα είδος ανταλλαγής με το κοινό που, για όλους εμάς που δουλεύουμε στο θέατρο, καθορίζει, τελικά, και τη σημαντικότητα ενός βραβείου».
Εχει καταφέρει πολλές φορές να προκαλέσει αυτήν τη μετατόπιση εντός του θεατή. Από το «Τρίπτυχο του Μπέκετ» σε σκηνοθεσία του Θεόδωρου Τερζόπουλου, στο «2004» του Μιχαήλ Μαρμαρινού, στο «Festen» σε σκηνοθεσία της Αλίκης Δανέζη – Knutsen (είναι η γυναίκα του και μητέρα των παιδιών του), ως Κοβάλσκι στο «Λεωφορείο ο Πόθος» της Αντζελας Μπρούσκου, στο «Τρίτο Στεφάνι» σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, «Καλιγούλας» στην παράσταση της Αλίκης στο Δημοτικό Πειραιά, ως Ετεοκλής όταν στην Επίδαυρο «σήκωσε σκόνη» (αναφέρομαι στην εξαιρετική σκηνή της μονομαχίας με τον Πολυνείκη) στο «Επτά επί Θήβας» σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις. Και μαζί με αυτές (και άλλες) θεατρικές του ερμηνείες, είκοσι πέντε ταινίες μέσα σε δεκαεπτά χρόνια και μια επιλεκτική μεν, εντυπωσιακή δε τηλεοπτική καριέρα όπου, από τις πρώτες του κιόλας εμφανίσεις, το μεγάλο κοινό αναγνώρισε ότι «a star is born».
Τον ρωτάω ποια από αυτές τις «ανταλλαγές», όπως τις είπε ο ίδιος προηγουμένως, έχει «γράψει» περισσότερο εντός του. «Θα σε πάω αρκετά πίσω. Στην παράσταση του Μαρμαρινού για το 2004. Μας είχε ζητήσει να κάνουμε κάποιους αυτοσχεδιασμούς, σκεφτόμουν όλο το βράδυ τι μπορώ να κάνω καλά – διότι αυτό είναι ο αυτοσχεδιασμός – και, μέχρι το πρωί, δεν είχα βρει κάτι που θα μπορούσα να κάνω πραγματικά πολύ καλά. Σε μια κουβέντα με την Αλίκη λοιπόν, ύστερα από μια παύση, αποφάσισα να βγω στη σκηνή με πατίνια. …Θέλω να πω ότι για να συμβεί αυτή η ανταλλαγή, πρέπει να απελευθερώσω ένα κομμάτι του εαυτού μου, να το διαθέσω, με κάποιον τρόπο, πάνω στη σκηνή. Αυτό βέβαια έχει γίνει και σε άλλες παραστάσεις. Στο «Γιούγκερμαν» αλλά και στο «Επτά επί Θήβας» όπου η μονομαχία που ανέφερες, μια «αγκαλιά» όπως την είδα εγώ, ήταν επίσης ένα είδος αυτοσχεδιασμού».
Η αναφορά σε παραστάσεις του παρελθόντος όμως, μας προσγειώνει στο δυστοπικό παρόν της θεατρικής απραξίας και στο «βούλιαγμα» της καραντίνας. Μια όχι εύκολα διαχειρίσιμη κατάσταση για τον Γιάννη Στάνκογλου. «Είμαι άνθρωπος της δράσης. Ο περιορισμός δεν μου κάνει καλό, με εγκλωβίζει σε μία κατάσταση όπου είναι δύσκολο να βρω τις ισορροπίες μου. Και δεν αφορά μόνο τη σκέψη αλλά την έκφραση, τη δράση. Αυτή η μη δράση έχει τσακίσει τα φτερά μου. Υπάρχουν κάποιοι – λίγοι βέβαια, πρέπει να το τονίσουμε – που η αδράνεια της καραντίνας τους έχει κάνει καλό. Δεν ξέρω όμως πώς ήταν πριν. Εγώ «φλέγομαι» κάπως. Γουστάρω τις πρόβες, είμαι άνθρωπος της πόλης, του δρόμου, της πράξης, του τραπεζιού, του «μαζευόμαστε», του «συζητάμε». …Χθες είχαμε πρόβα για μια δύσκολη σκηνή από το «Σχεδόν ενήλικες» της Μυρτώς Κοντοβά που ετοιμάζουμε για το Mega, κάναμε μετά και μια φωτογράφιση και, όταν τελειώσαμε, ήταν τρεις το μεσημέρι, 28 Νοεμβρίου, με έναν ήλιο ντάλα. Και δεν μπορούσα να πάω με τους ανθρώπους που δούλευα ή με αυτούς που έχω επιθυμήσει, σε ένα ταβερνάκι, να φάω ένα ψαράκι, να πιω μια μπίρα, έστω ένα νερό. Αυτό με καταστρέφει ψυχολογικά».
«Δεν γίνεται να μην έχουμε διεξόδους»
Δεν έχει καμουφλάρει την αντίδρασή του στα περιοριστικά μέτρα, εκτιθέμενος μάλιστα στην αρένα των σόσιαλ μίντια – αν και καταλαβαίνω ότι αυτό είναι το τελευταίο που τον απασχολεί. Πρόσφατα μάλιστα, συνυπέγραψε τη διαμαρτυρία των ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΜέΡΑ25 για την απαγόρευση των συγκεντρώσεων στην επέτειο του Πολυτεχνείου. «Δεν μου αρέσει το ότι πρέπει να στείλω μήνυμα για να καβαλήσω τη μηχανή μου και να πάω να πάρω τσιγάρα από ένα περίπτερο στο Παναθηναϊκό Στάδιο ή να πάω στον «Κώστα», στο Σύνταγμα για να φάω ένα σουβλάκι στα όρθια, το ότι, όταν βγαίνω να περπατήσω, κάποιος πρέπει να ξέρει ότι βγαίνω να περπατήσω. Το θεωρώ απόλυτη στέρηση της ελευθερίας μου… Ναι, καταλαβαίνω ότι υπάρχει ο ιός, ότι είναι επικίνδυνος, ότι πρέπει να παίρνουμε προφυλάξεις, να μάθουμε, ίσως, να ζούμε με αυτόν, αλλά δεν γίνεται να μην έχουμε διεξόδους ώστε να μπορέσουμε να επιβιώσουμε έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση».
«Δεν είμαι ο τύπος που θα παρασυρθεί από συνωμοσιολογίες και τέτοιες βλακείες», διευκρινίζει, «αλλά, όταν ένας φίλος μου ή ένας δικός μου άνθρωπος χρειαστεί να πάει σε μια ΜΕΘ, θέλω να υπάρχει αυτή η ΜΕΘ. Γιατί έχουμε πληρώσει πολλά ρε γαμώτο, επί όλων των κυβερνήσεων, για να υπάρχει ένα καλό σύστημα Υγείας. Τη διαμαρτυρία των τριών κομμάτων δεν τη συνυπέγραψα επειδή ανήκω σε κάποιο από αυτά. Το δικό μου «πιστεύω» είναι ότι ο άνθρωπος και, ακόμη περισσότερο, η εξουσία πρέπει να δρα για το καλό του ανθρώπου». Με πασοκικές οικογενειακές καταβολές, ο ίδιος με «τον άνθρωπο που ψάχνει το δίκιο του», δεν πιστεύει ότι υφίσταται σήμερα ο διαχωρισμός Αριστεράς – Δεξιάς. «Αυτά οι νέοι δεν τα καταλαβαίνουν. Μπορεί να ισχύουν ως βασικές αρχές αλλά πλέον υπάρχουν άλλοι όροι, άλλες αναφορές, άλλες κανονικότητες. Εγώ, ήδη, αισθάνομαι «παλιός»».
Την κουβέντα μας διακόπτουν για λίγο τα παιδιά που κάτι τον ρωτούν. Η φωνή του «πατέρα Γιάννη Στάνκογλου» μού δίνει την εντύπωση ότι έχει άλλον αντίλαλο. Αλλαξε η πατρότητα αυτόν τον άνδρα με το ίματζ του απόλυτου αρσενικού; «Πολύ και με πολλούς τρόπους. Εχω παραμερίσει τον δικό μου εγωισμό, δίνω προτεραιότητα στα παιδιά μου, στη δική τους ζωή, στους δικούς τους φόβους, στις δικές τους ελευθερίες. Πράγματα που εγώ τα βρήκα λίγο-πολύ μόνος μου, ίσως διότι από τους γονείς μου είχα μία ελευθερία και ένα είδος εμπιστοσύνης ότι θα τα καταφέρω. Από την πλευρά μου, προσπαθώ να μιλάω με τα παιδιά μου, να τους εξηγώ και να εξηγούμαστε, να βλέπουμε τι μας αρέσει, τι δεν μας αρέσει και να ψάχνουμε και να μελετάμε και αυτό που μας αρέσει και αυτό που δεν μας αρέσει».
«Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον πατέρα»
Τον ρωτάω αν, παρά τις διαφορές, αναγνωρίζει στον πατρικό ρόλο του αναφορές στον δικό του πατέρα (με τον οποίον η φυσική ομοιότητα είναι σοκαριστική). «Οσες αποστάσεις και να πάρεις, όσες παραπάνω γνώσεις και να έχεις, όσο διαφορετικός και να γίνεις, δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό. Υπάρχουν κάποια στοιχεία που σε καθορίζουν ακόμη και αν δεν τα έχεις συνειδητοποιήσει». Από τότε που έγινε ο ίδιος πατέρας έγινε και καλύτερος γιος; «Εξομολογήθηκα για πρώτη φορά στον πατέρα μου αφού γεννήθηκε η Φοίβη. Πήγα και τον βρήκα στον Εβρο όπου μένει πλέον και του έκανα μια «ερωτική» εξομολόγηση. Από τότε, είναι εκείνος που μου τηλεφωνεί και μου λέει «Σ’ αγαπάω ρε» ενώ, πριν, το έκανα περισσότερο εγώ».
Η αναφορά στον πατέρα του, βάζει στην κουβέντα μας τον Καζαντζίδη – συχνή αιτία κόντρας μεταξύ τους -, στην ειδησεογραφία παίζει ακόμη ο θάνατος του Μαραντόνα, ξέρω την αδυναμία του στον Ντέιβιντ Μπόουι, μιλάμε για είδωλα, για λαϊκά ινδάλματα. «Τι είναι τα είδωλα; Αυτοί που δεν πεθαίνουν. Για μένα ο Καζαντζίδης, ο Μπόουι δεν έχουν πεθάνει. Γιατί κάθε μέρα θα βάλω ν’ ακούσω και Καζαντζίδη και Μπόουι». Αναρωτιέται τι είναι αυτό που κάνει κάποιον να ξεχωρίζει παρά τα λάθη ή τις ακρότητές του. «Τον Μαραντόνα γιατί τον αγάπησε ο κόσμος, πέρα από το ταλέντο του; Διότι ενώ θα μπορούσε να ήταν μέσα στο σύστημα, ας πούμε στη FIFA, ήταν εκεί που ήταν. Τελικά, είδωλα γίνονται αυτοί που ο κόσμος τους αγαπάει περισσότερο απ’ όσο αγαπάει το σύστημα».
Πάμε λοιπόν στο «Σχεδόν ενήλικες», το καινούργιο σίριαλ της Μυρτώς Κοντοβά με τον ίδιο, τη Θεοδώρα Τζήμου, τον Μάκη Παπαδημητρίου και τον Γιώργο Παπαγεωργίου ως βασικό πρωταγωνιστικό κουαρτέτο, αλλά και πολύ καλούς γκεστ σε κάθε επεισόδιο, που θα αρχίσει να προβάλλεται τον Ιανουάριο στο Mega. Μια σύγχρονη κωμωδία, μια ιστορία συγκατοίκησης και φιλίας όπου οι πρωταγωνιστές μιλούν όπως μιλάμε, γελούν όπως γελάμε, αγωνιούν όπως αγωνιούμε, το ζουν όπως το ζούμε. Τα έργα και οι ημέρες μιας παρέας «σχεδόν ενήλικων» – της δικής του γενιάς δηλαδή – που διανύουν την «εφηβεία» της δεκαετίας των σαράντα τους, στην Αθήνα του κορωνοϊού. «Είναι η γενιά που δεν έχει ζήσει πόλεμο αλλά έχει ζήσει όλα τα άλλα. Η Μυρτώ έχει γράψει ένα υπέροχο σενάριο, με φοβερές ατάκες. Ο χαρακτήρας που υποδύομαι είναι ένας μπάρμαν, πολύ επιτυχημένος στην εποχή του Μιλένιουμ, που, αφού γνώρισε τη γυναίκα του και έκαναν ένα παιδί, αλλάζει δουλειές χωρίς να τα καταφέρνει σε καμία, κοκκινίζει δάνεια, αντιμετωπίζει δυσκολίες και, τελικά, αρχίζει να φέρνει αγρινιώτικο καπνό για να μπορέσει να βγάλει τουλάχιστον τα έξοδά του».
«Ηθελα να αναδείξω τις ρωγμές του Κυπραίου»
Προτιμά να παίζει κωμωδία ή δράμα; «Προτιμώ να παίζω ένα καλό σενάριο όπως αυτό που έγραψε η Κοντοβά. Και όπως ήταν ο ρόλος του Θωμά Κυπραίου που είχε γράψει η Μελίνα Τσαμπάνη στις «Αγριες Μέλισσες»». Μιλάμε γι’ αυτόν τον ήρωα που καθήλωσε πέρυσι το τηλεοπτικό κοινό και που, παρά το βαρύ παρελθόν του και τον σκοτεινό χαρακτήρα του, δεν έγραψε αρνητικά. «Σε συνεννόηση με τη σεναριογράφο και τον σκηνοθέτη, έφυγα κάποιες φορές από το σενάριο, έκανα κάποιες δικές μου σκηνές για να αναδείξω τις ρωγμές του Κυπραίου που, τελικά, τον έκαναν συμπαθή». Συμφωνούμε ότι οι ενδιαφέροντες ρόλοι και οι ενδιαφέροντες άνθρωποι γενικά, δεν είναι ποτέ μονοσήμαντοι, χωρίς ρωγμές, μόνο κακοί ή μόνο καλοί. «Είναι για μένα ένας από τους λόγους που κάνω αυτήν τη δουλειά. Κανένας δεν είναι μόνο ένα πράγμα. Ολοι είμαστε, εν δυνάμει, τα πάντα. Και σε έναν μονοσήμαντο, φαινομενικά, χαρακτήρα θέλω να βάλω και τον Γιάννη Στάνκογλου που δεν είναι μονοσήμαντος. Μπορεί να με δεις να διαβάζω ποίηση ή να μιλάω πολιτικά αλλά διεκδικώ το δικαίωμα, ένα βράδυ που έχω πιει δυο ποτά παραπάνω, να χάνω τα φωνήεντά μου».
Ολοκληρώνοντας την κουβέντα μας, δεν μπορώ να μη ρωτήσω τον Γιάννη Στάνκογλου, αντικείμενο πόθου για τις γυναίκες αλλά και πρότυπο κλασικού άνδρα, τι σημαίνει για τον ίδιο αυτός ο τίτλος. «Το σύγχρονο πρότυπο του αρσενικού είναι για μένα ένας άνθρωπος βαθιά ρομαντικός, βαθιά ποιητικός» απαντά – και έχω την εντύπωση ότι είναι αρκετά αποστασιωποιημένος από τέτοιου είδους προβολές.