Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία προκάλεσε μεγάλο σοκ στα χρηματιστήρια. Για παράδειγμα, με την έναρξη της συνεδρίασης (στις 24 Φεβρουαρίου 2022), το χρηματιστήριο του Λονδίνου κατέγραψε απώλειες 2,6%. Το γερμανικό χρηματιστήριο κατέγραψε απώλειες 4,4% και το γαλλικό απώλειες 4%.
Οι μεγάλες χρηματιστηριακές πτώσεις συνήθως αποτελούν προπομπό αρνητικών οικονομικών εξελίξεων (ύφεσης). Συνεπώς, δικαιολογημένα οι ανά τον κόσμο δημοσιονομικές και νομισματικές αρχές εύχονται ένα γρήγορο τέλος στις εχθροπραξίες. Σε κάθε περίπτωση, καλό είναι να μην είμαστε απόλυτα απαισιόδοξοι. Και τούτο για δύο λόγους:
Πρώτον, από την αρχή της πανδημίας έως και σήμερα φαίνεται ότι οι εξελίξεις στο χρηματιστήριο δεν δίνουν πια ισχυρό «σήμα» για το τι μέλλει γενέσθαι σε οικονομικό επίπεδο. Πράγματι, πρόσφατη έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ενώ η παγκόσμια οικονομία επηρεάσθηκε τα μέγιστα –τουλάχιστον στην αρχή της πανδημίας– από τα lockdowns, τα χρηματιστήρια αγνόησαν, σε μεγάλο βαθμό, τον θανατηφόρο ιό.
Δεύτερον –και από ιστορικής απόψεως– το γεωπολιτικό ρίσκο επηρεάζει αρνητικά τις εξελίξεις στο χρηματιστήριο. Το γράφημα δείχνει τη συσχέτιση μεταξύ του γεωπολιτικού ρίσκου και του αμερικανικού χρηματιστηρίου (S&P 500) από το 1986 μέχρι σήμερα.
Το γεωπολιτικό ρίσκο καταγράφει τις γεωπολιτικές εξελίξεις (για παράδειγμα, στρατιωτικές συγκρούσεις και τρομοκρατικές επιθέσεις), όπως αυτές αναλύονται στον διεθνή ημερήσιο Τύπο. Το ρίσκο αυξήθηκε σημαντικά στον πόλεμο του Κόλπου (1990-1991) αλλά και τον Σεπτέμβριο του 2001 (λόγω των τρομοκρατικών επιθέσεων στην Αμερική). Ομως, η συσχέτιση μεταξύ του χρηματιστηρίου και του γεωπολιτικού ρίσκου είναι σχετικά ασθενής, της τάξης του -0,29.
* Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών, University of Liverpool Management School.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News