Οι γεωπολιτικές εξελίξεις και η πρωτοφανής ενεργειακή κρίση, με άμεσες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, είναι μια καλή ευκαιρία αναστοχασμού των πολιτικών βιομηχανικής ανάπτυξης. Η διαμόρφωση και η εφαρμογή των πολιτικών αυτών αποκτά εξαιρετική αναπτυξιακή σημασία εφόσον γίνεται κατόπιν ουσιαστικής διαβούλευσης με τη βιομηχανία, που συνιστά το πλέον δυναμικό τμήμα της οικονομίας και βασικό τροφοδότη των φορολογικών εσόδων του κράτους.
Είναι αλήθεια ότι Ε.Ε. και Ελλάδα διαθέτουν επίκαιρες στρατηγικές για την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Στρατηγικές που θέτουν, στη θεωρία, τη βιομηχανία στο κέντρο της αναπτυξιακής προοπτικής, με δραστική αύξηση της συμβολής της στο ΑΕΠ και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε τεχνολογίες αιχμής, καινοτομία, πράσινη μετάβαση. Στην πράξη, όμως, διαπιστώνουμε ότι η εφαρμογή γίνεται με τρόπο που έρχεται συχνά σε αντίφαση με τις επιδιώξεις των στρατηγικών αυτών. Οι αντιφάσεις αυτές εντείνουν την εκτεταμένη υπαρξιακή κρίση της βιομηχανίας στην Ε.Ε. και θέτουν το εύλογο ερώτημα, αν η Ε.Ε. οδεύει προς μια βιομηχανική ανάκαμψη ή αποξένωση. Το ερώτημα επηρεάζεται πρωτίστως από κεντρικές επιλογές της Ε.Ε. Ομως, οι εθνικές επιλογές έχουν το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί.
Είναι απολύτως κατανοητό ότι χρειαζόμαστε βραχυπρόθεσμες πολιτικές στήριξης των ευάλωτων τμημάτων της κοινωνίας ενόψει ενός ιδιαίτερα δύσκολου χειμώνα λόγω της ενεργειακής κρίσης. Ομως, παραμένει ασαφές με ποιον τρόπο θα επιταχυνθεί, παράλληλα, η βιομηχανική αναζωογόνηση. Μια αναζωογόνηση που θα δημιουργήσει ταχύτερη ανάπτυξη, περισσότερα φορολογικά έσοδα και περισσότερες θέσεις εργασίας, τα οποία με τη σειρά τους θα επιτρέψουν τη στήριξη των ευάλωτων τμημάτων της κοινωνίας για χρονικό διάστημα σαφώς μεγαλύτερο του επικείμενου χειμώνα.
Η άρση της υπαρξιακής κρίσης στη βιομηχανία περνάει μέσα από την αντιμετώπιση τριών προκλήσεων που μπορούν να δημιουργήσουν την αναγκαία ισορροπία ανάμεσα στα μέτρα βραχυπρόθεσμης ανακούφισης και την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Πρώτη πρόκληση είναι η διατήρηση της εξαγωγικής δυναμικής. Ο τρόπος και το χρονοδιάγραμμα κρίσιμων πτυχών της ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας, όπως και του μηχανισμού συνοριακής προσαρμογής άνθρακα (γνωστού ως CBAM) θέτουν σημαντικά αναχώματα στη δυναμική αυτή. Οταν η συμμετοχή της Ε.Ε. στην παγκόσμια παραγωγή ρύπων CO2 περιορίζεται στο 7,5%, η επιβολή δυσανάλογων ποινών σε σχέση με τους διεθνείς ανταγωνιστές έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον στόχο ανάπτυξης μέσω διεύρυνσης των εξαγωγών. Η αντίφαση αυτή επιδρά αρνητικά στην παραγωγή όλης της Ε.Ε. Τόσο στις ισχυρές βιομηχανικές χώρες της κεντρικής Ευρώπης όσο και στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, όπως ανέδειξε η πρόσφατη κοινή επιστολή των προέδρων του ΣΕΒ, του BDI («γερμανικού ΣΕΒ») και του CIP («πορτογαλικού ΣΕΒ») προς την Ε.Ε.
Δεύτερη πρόκληση είναι η διατήρηση της διεθνούς επενδυτικής ανταγωνιστικότητας. Πλέον, η Ε.Ε. βρίσκεται αντιμέτωπη με τη φυγή σημαντικών βιομηχανικών μονάδων είτε προς την Ασία είτε προς τις ΗΠΑ. Μια φυγή που επιταχύνεται από (α) τη διαχρονική δυσκολία της Ε.Ε. (και της Ελλάδας) να έχει ένα ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας μέσα από μια ενιαία ενεργειακή στρατηγική, (β) την έλλειψη επενδυτικών κινήτρων για την πράσινη μετάβαση ανάλογου βεληνεκούς με εκείνα που εφαρμόζουν οι ΗΠΑ, (γ) τις καθυστερήσεις στην αυτονομία της Ε.Ε. σε πρώτες ύλες, τεχνολογίες αιχμής, συστήματα άμυνας και ασφάλειας, ενδιάμεσα χημικά παρασκευάσματα, κ.λπ. Η πανδημία και η ενεργειακή κρίση απλώς επιτάχυναν την ανάδειξη των κρίσιμων αυτών θεμάτων, που λαμβάνουν πλέον χαρακτήρα γενικευμένης γεωοικονομικής αντιπαράθεσης.
Σε αυτόν τον καμβά, η Ελλάδα καλείται να λύσει διαχρονικά προβλήματα στη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, αλλά και να αναβαθμίσει έγκαιρα τις μεταφορικές συνδέσεις της με τις ευρωπαϊκές αλυσίδες. Επιπλέον, καλείται να αναθεωρήσει τη λογική των περισσοτέρων χρηματοδοτικών μηχανισμών με δημόσιους πόρους, που συνεχίζουν να εστιάζουν στο πόσες πολλές επιχειρήσεις λαμβάνουν ενισχύσεις, παρά στο αναπτυξιακό αποτύπωμα των ενισχύσεων, στην επίτευξη οικονομιών κλίμακας και τη μεγέθυνση. Πάντως, το νέο ΕΣΠΑ, μέχρι στιγμής, κατευθύνει τους πόρους με εμφανή στόχο τη σύγκλιση της ανταγωνιστικότητας των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων με την υπόλοιπη Ε.Ε. Η υιοθέτηση της λογικής αυτής από άλλα προγράμματα θα λειτουργήσει θετικά στη μακροχρόνια ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Η τρίτη πρόκληση έχει αμιγώς εθνικό χαρακτήρα. Πέρα από την αντιμετώπιση του μη ανταγωνιστικού κόστους ενέργειας, είναι επιβεβλημένη η διατήρηση της σημαντικής μεταρρυθμιστικής δυναμικής των τελευταίων ετών. Είναι γεγονός ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον έχει βελτιωθεί σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν. Αλλά η ουσιώδης σύγκλιση με τις επιδόσεις της υπόλοιπης Ε.Ε. μπορεί να επιτευχθεί μέσα από μεταρρυθμίσεις στις διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης, στην απλοποίηση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, στην άρση πολλαπλών αντιφάσεων στις διατάξεις χωροθέτησης, στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, στην ψηφιοποίηση των γραφειοκρατικών διεπαφών των επιχειρήσεων με τη δημόσια διοίκηση, στην κάλυψη του σημαντικού ελλείμματος τεχνικής κατάρτισης μέσα από σύγχρονες δομές μεταλυκειακής εκπαίδευσης ή ανώτερης τεχνολογικής εκπαίδευσης στο πρότυπο των παλαιών ΤΕΙ.
Η βιομηχανική ανάπτυξη σε ευρωπαϊκό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο καθίσταται περισσότερο αναγκαία από ποτέ. Οι διεθνείς εξελίξεις και οι τεχνολογικές ανακατατάξεις δεν αφήνουν περιθώρια ολιγωριών. Η βιομηχανία από τη φύση της απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό ώστε να αναχθεί σε καταλύτη της ανάπτυξης. Οπου το ρυθμιστικό πλαίσιο δεν μπορεί να συμβαδίσει με τις ανάγκες της βιομηχανίας, κατ’ ελάχιστον δεν θα πρέπει να δημιουργεί πρόσθετα αναχώματα.
* Ο κ. Π. Λώλος είναι μέλος δ.σ. του ΣΕΒ και επικεφαλής της επιτροπής Εξωστρέφειας.
** Ο δρ Γ. Ξηρογιάννης είναι γενικός διευθυντής του ΣΕΒ.
*** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News