Εάν ήσουν μπόμπιρας κατά τη μυθική πλέον δεκαετία του 1960, όλος ο κόσμος γύρω σου ήταν μια αστείρευτη πηγή μυστηρίων και θαυμάτων· καθώς δεν υπήρχε τότε Διαδίκτυο για να γκουγκλάρεις και να βρεις γρήγορα μια πειστική απάντηση, κάθε τι εξαρτιόταν από την προσωπική σου επιμονή και το ταλέντο σου στην έρευνα. Θυμάμαι πως, ούτε επτά χρόνων, κλήθηκα να επιλύσω έναν από τους πιο σκοτεινούς γρίφους της ζωής μου. Η Ρεγγίνα, η θετή μου μητέρα, με είχε στείλει μόνο μου έως το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς (δεν σκανδαλιζόσουν εκείνες τις ημέρες από τη θέα ενός μικρού παιδιού ασυνόδευτου στον δρόμο). Πάνω από το κεφάλι του ψιλικατζή αντίκρισα μια τεράστια επιγραφή με καλλιγραφημένα κεφαλαία γράμματα, γαρνιρισμένα με λουλουδάκια. Συλλάβισα μετά δυσκολίας φωναχτά: «Βέρεσε, βερέσε, βερεσέ (δεν ήμουν σίγουρος πού τονίζεται) από αύριο». Ο ψιλικατζής χαμογέλασε κι εγώ ντράπηκα τόσο, ώστε  δεν τόλμησα να τον ρωτήσω τι σημαίνει αυτό το αίνιγμα. Γύρισα στο σπίτι μου και αποτάθηκα στη Ρεγγίνα, που τύχαινε να είναι και δασκάλα. «Δεν είναι το βερέσε, είναι ο βερεσές», μου εξήγησε με το γλυκό διδακτικό της ύφος· «όταν αγοράζουμε κάτι και δεν το πληρώνουμε αμέσως. Το χρωστάμε».

Καταχαρούμενος, βέβαιος ότι θα αγοράζω πλέον οτιδήποτε -γκοφρέτες και τσίχλες ιδίως – και θα το πληρώνω σε κάποιο αόριστο μέλλον (σε πενήντα χρόνια, ας πούμε), ξαναπήγα την επομένη στο ψιλικατζίδικο και αντίκρισα πάλι την ίδια επιγραφή: «Βερεσέ από αύριο». Απονήρευτος καθώς ήμουν, έσπευσα να δικαιολογήσω νοερά τον ψιλικατζή: θα είχε οικονομικές δυσκολίες ο καημένος και θα είχε αναγκαστεί να αναβάλλει τη γενναιόδωρη προσφορά του κατά ένα εικοσιτετράωρο. Ωστόσο, και το επόμενο εικοσιτετράωρο η επιγραφή στεκόταν στη θέση της, όπως και το μεθεπόμενο…  Εντάξει, δεν ήμουν κι εντελώς ηλίθιος. Την τέταρτη ή την πέμπτη φορά σχημάτισα την εντύπωση ότι ο ψιλικατζής δεν ήταν τόσο καλοκάγαθος και υπεράνω χρημάτων όσο έδειχνε, μάλλον ήταν μοχθηρός και κακόβουλος, ήθελε να παίζει με την προσμονή των πελατών του και να τους ταλανίζει (περιττό να διευκρινίσω ότι τότε δεν γνώριζα αυτές τις δύσκολες λέξεις, ένιωθα όμως βαθιά μέσα στα σωθικά μου το οδυνηρό νόημά τους). Πέρασε πολύς καιρός ώσπου να καταλάβω ότι εκείνο το «αύριο» σήμαινε «ποτέ». Παρεμπιπτόντως πήρα και μια πρώτη γεύση από την αμφισημία της ειρωνείας.

Την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμη οι οριστικές αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης και δεν γνωρίζουμε ποια στάση θα κρατήσει απέναντι στην ολοένα και  αποθρασυνόμενη Τουρκία: ήπια στάση, κατευναστική ή σκληρή και αποφασιστική; Πάντως, από ένα προσχέδιο συμπερασμάτων που έχει ήδη διαρρεύσει, μαθαίνουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση προσανατολίζεται μάλλον προς την κατευναστική κατεύθυνση με αστερίσκους διακριτικής δυσφορίας – του τύπου: ας μπλοκάρουμε τους τραπεζικούς λογαριασμούς χαμηλόβαθμων τούρκων αξιωματούχων που εμπλέκονται με την παραβίαση χωρικών υδάτων στη Μεσόγειο – παρά με δραστικές λύσεις που θα στείλουν στο Ερντογάν ένα ηχηρό μήνυμα, όπως θα ήταν, λόγου χάριν, ένα πανευρωπαϊκό εμπάργκο όπλων. Εάν ήμουν στη θέση του wannabe σουλτάνου, θα μετέφραζα το αναμενόμενο «τρίξιμο των δοντιών» εκ μέρους της Ευρώπης ως νοηματικά αντεστραμμένο «βερεσέ από αύριο». Κάτι σαν: «Την άλλη φορά θα σου δείξω εγώ». Μια «άλλη φορά» που δεν θα έχει την έννοια της επόμενης Συνόδου Κορυφής, τον Μάρτιο του 2021, αλλά – όπως ακριβώς και με τον βερεσέ – την έννοια του «ποτέ». Με άλλα λόγια; Μη φοβάσαι ότι θα πληρώσεις την άλλη φορά· και την άλλη φορά θα σου πούμε ότι θα πληρώσεις την άλλη φορά. Μια άλλη φορά εις τον αιώνα τον άπαντα.

Εχει καταντήσει κοινότοπο (και εύκολο) να συγκρίνουμε τον Ερντογάν με τον Χίτλερ, μολονότι και ο ίδιος ο τούρκος ηγέτης δεν μας αφήνει να αγιάσουμε: άλλοτε δηλώνει τον ανυπόκριτο θαυμασμό του για τον γερμανό δικτάτορα και άλλοτε – σε δημόσιες κρίσεις, να εικάσουμε, πολιτικής διπολικής διαταραχής – κατηγορεί ως ναζιστές και φασίστες σχεδόν όλους τους ευρωπαίους ηγέτες, με ιδιαίτερη αδυναμία στον Εμανουέλ Μακρόν. Αναμφίβολα, η περίπτωση του Ερντογάν επαναφέρει και ανανεώνει την ανοιχτή συζήτηση γύρω από τον κατευνασμό και την αποτροπή της επίθεσης του εχθρού ή του πολέμου, γενικότερα, δύο τακτικές στις διεθνείς σχέσεις, που άλλοι αναλυτές εκλαμβάνουν ως συμπληρωματικές – ο κατευνασμός ενισχύει την αποτροπή – και άλλοι ως αντιθετικές – ο κατευνασμός υπονομεύει την αποτροπή. «Si vis pacem, para bellum». Η ξακουστή λατινική φράση – «Εάν θέλεις ειρήνη, ετοιμάσου για πόλεμο» – που αποδίδεται στον Βεγέτιο, έναν λόγιο επί των ημερών του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ του Μικρού, αποκαλύπτει πόσο αντιφατική, σύνθετη και απρόβλεπτη είναι η ανατροφοδότηση μεταξύ κατευνασμού και αποτροπής.

Τον Σεπτέμβριο του 2007 οι εκδόσεις Ιωλκός κυκλοφόρησαν στα ελληνικά ένα ογκώδες έργο αναφοράς του σκωτσέζου ιστορικού Νίαλ Φέργκιουσον.  Η σχεδόν αδιόρατη απόκλιση στην απόδοση του τίτλου – «Ο Πόλεμος στον Κόσμο», αντί του ορθού «Ο Πόλεμος του Κόσμου» –     μας απομακρύνει από τη θεμελιώδη ειρωνεία του βιβλίου (ο Φέργκιουσον αντιπαραβάλλει παιχνιδιάρικα το πόνημά του με τον «Πόλεμο των Κόσμων» (1898), το κλασικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Χ. Τζ. Γουέλς) – αλλά μικρό το κακό: η μελέτη του Φέργκιουσον δεν παύει να είναι ένα απαραίτητο βοήθημα για όποιον επιθυμεί να κατανοήσει εις βάθος την ιστορία του 20ου αιώνα – τον «Αιώνα του Μίσους», όπως τον περιγράφει στον υπότιτλο -, δίχως να καταφύγει σε στερεότυπα και απλουστεύσεις.

Η πιο γνωστή ίσως από τις απλουστεύσεις είναι η Συμφωνία του Μονάχου (1938). Το «Μόναχο» κατέστη  συνώνυμο του «κατευνασμού» και μετά το «Μόναχο» – όπως πολύ σωστά συμπληρώνει ο Φέργκιουσον – «ο όρος «κατευνασμός» θα χρησιμοποιούνταν μόνο ως βρισιά». Αμφότεροι οι βασικοί πρωταγωνιστές της Συμφωνίας του Μονάχου – ο Τσάμπερλεν και ο Χίτλερ – επιδίωξαν στο Μόναχο να αγοράσουν «χρόνο». Η αμοιβαία αυταπάτη έγκειται στο γεγονός ότι, σε αυτήν την αγορά «χρόνου», δεν προσέδιδαν την ίδια σκοπιμότητα: ο Τσάμπερλεν διέβλεπε τη ματαίωση του πολέμου – «η ειρήνη στην εποχή μας» κόμπαζε κραδαίνοντας το κείμενο της συμφωνίας -, ενώ ο Χίτλερ διέβλεπε την αναβολή του πολέμου, μέχρις ότου ετοιμαστεί οικονομικά και στρατιωτικά για να τον κερδίσει. Ακόμη χειρότερα; Ο Χίτλερ διέβλεπε στο «Μόναχο» μια σειρά από μελλοντικά «Μόναχα» – τον συμβιβασμό και τον εξευτελισμό των εχθρών του εις το διηνεκές. Τελικά, ο Τσάμπερλεν κήρυξε τον πόλεμο στον Χίτλερ όταν είχε τις λιγότερες πιθανότητες να τον κερδίσει και ο Χίτλερ άκουσε το «όχι» από τα χείλη του Τσάμπερλεν όταν ήταν απολύτως σίγουρος ότι θα ακούσει ένα ακόμη «ναι». Ακολούθησε η παγκόσμια τραγωδία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ

Γράψτε το σχόλιό σας

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο