Σαν σήμερα, 8 Σεπτεμβρίου το 2000, έφυγε από τη ζωή ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Δημοσιογράφος, συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου, υπήρξε φωτεινό μυαλό, ιδεολόγος της αριστεράς, ενώ ήταν προικισμένος με μια σπουδαία πένα. Ακολουθεί, λόγω της ημέρας, ένα δικό του κείμενο.
Ο νόμος της ζούγκλας*
Η φτώχεια και ο πλούτος είναι δυο σημαδιακές για την ανθρώπινη συμπεριφορά λέξεις. Ποτέ κανείς δεν διάλεξε με τη θέληση του τη φτώχεια (εξαιρούνται οι συνεπείς προς τις ασκητικές ιδέες τους ασκητές). Ποτέ κανείς πλούσιος δεν είπε: τι ωραία που θα ’ταν αν ήμουν φτωχός!
Από τότε που υπάρχει πείνα, δηλαδή από της εμφανίσεως του ανθρώπου στη Γη, ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται. Κι ο πλούσιος, είτε δεν ονειρεύεται τίποτα, όταν έχει αποβλακωθεί πάρα πολύ είτε ονειρεύεται διαμάντια, κότερα κι άλλα τέτοια πολυτελή, τουτέστιν αρμόζοντα σε αυτόν που έχει «πολύ τέλος», δηλαδή μεγάλη περιουσία (τέλος ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες την ατομική περιουσία) ή σε αυτόν που πληρώνει «πολλά τέλη» (πολλούς φόρους) σύμφωνα με μια αυθαίρετη «ετυμολογία της λέξης, αν και όπως έδειξαν τα πράγματα αυτοί που έχουν «πολύ τέλος» δεν πληρώνουν κατ’ ανάγκην και πολλά τέλη.
Είτε πληρώνουν είτε δεν πληρώνουν τέλη οι πλούσιοι, το γεγονός είναι πως ο πλούτος (η λέξη παράγεται από το ρήμα πίμπλημι που σημαίνει γεμίζω) δεν σε κάνει να γεμίζεις μόνο τις αποθήκες σου και το πορτοφόλι σου, αλλά και τη ζωή σου με πολλά και ποικίλα ενδιαφέροντα κι ευχάριστες ενασχολήσεις, εφόσον φυσικά δεν είσαι είτε νεόπλουτος Έλλην βλάχος, είτε πλούσιος νοτιοβαλκανικής παραλλαγής, οπότε πας στο σκυλάδικο και παράγεις, εντός αυτού, νεοελληνικό πολιτισμό, καθ’ όλα αντάξιο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, όπως θα ’θελαν ίσως έτσι να λένε κάποιοι «πολιτισμένου) σε τούτη τη χώρα των βαρβάρων.
Όμως, ο πλούτος δεν παράγει μόνο πολιτισμό, παράγει καταρχήν και κατά κύριο λόγο… ζωή. Ο θνητός άνθρωπος θέλει να είναι πλούσιος γιατί ξέρει, έστω και αν δεν το ’χει συνειδητοποιήσει, πως ο πλούτος είναι μια κίνηση απομάκρυνσης από το θάνατο, μια δυνατότητα προφύλαξης από τον πρόωρο θάνατο, πράγμα καταφάνερο στην καθημερινή ζωή: Όποιος έχει λεφτά, όχι μόνο τρώει καλύτερα και υγιεινότερα, αλλά κάνει και κυτταροθεραπεία, άμα λάχει να πούμε, ή πληρώνει τον Γιακούμπ για ένα καλό σέρβις της χαλασμένης μηχανής.
Ο πλούτος, λοιπόν, είναι πρόβλημα ζωής και θανάτου. Κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που μπορούμε και να σκοτώσουμε για να γίνουμε έστω κατά τι πιο πλούσιοι από ό,τι είμαστε, δηλαδή κατά τι λιγότερο φτωχοί από ό,τι είμαστε. Γιατί ανάμεσα στον «απόλυτο πλούτο» και την «απόλυτη φτώχεια» εκτείνεται μια απειρία ενδιαμέσων καταστάσεων, πράγμα που κάνει τον άνθρωπο να θέλει συνεχώς να περάσει από μια κατώτερη βαθμίδα σε μια ανώτερη κι έτσι συνέχεια μέχρι τον «άπειρο πλούτο», που είναι βέβαια μια ιδανική και συνεπώς ανύπαρκτη κατάσταση.
Αλίμονο στην ανθρωπότητα αν εξαφανιστεί αυτή η τάση να θέλει κανείς να γίνεται ολοένα και περισσότερο πλούσιος. Τα πάντα θα παραλύσουν. Ο Μαρξ ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν ήταν εχθρός του πλούτου. Ήταν μόνο εχθρός των πλουσίων κι αυτό είναι κάτι το διαφορετικό. Διότι, άλλο πράγμα είναι ο κοινωνικός πλούτος, που μοιράζεται σε όλους, είτε κατά τις ανάγκες τους (κομουνισμός) είτε κατά την εργασία τους (σοσιαλισμός) κι άλλο η άτσαλη και άναρχη συσσώρευση του πλούτου εική και ως έτυχεν σε χέρια ανθρώπων που δεν έχουν καμιά συνείδηση πως ο πλούτος είναι κοινωνικό δεδομένο, ότι δηλαδή παράγεται εντός της κοινωνίας, χάρη στην ύπαρξη οργανωμένης κοινωνικής ζωής, και σε τελική ανάλυση χάρη στην ύπαρξη όλων των ανθρώπων, πλουσίων και φτωχών, σε όλη τη Γη.
Κανείς ποτέ δεν έγινε πλούσιος ζώντας και δουλεύοντας ολομόναχος στη ζούγκλα του Αμαζονίου, ας πούμε (ή της Αθήνας). Αντίθετα, για να γίνεις πλούσιος σου χρειάζεται η ζούγκλα των ανθρώπων. Που όσο πιο ζουγκλοειδής είναι, τόσο βοηθιούνται οι ηλίθιοι και οι ανίκανοι να γίνουν πλούσιοι. Καταλάβατε τώρα γιατί εμφανίστηκε στην Ελλάδα, κι όχι ας πούμε στη Γαλλία, το φαινόμενο Κοσκωτά;
Γιατί στην Ελλάδα λειτουργεί στο φουλ ο χρυσός κανόνας του καπιταλισμού «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» – και τσιμέντο να γίνει από τους εργολάβους δημοσίων έργων. Που βέβαια είναι κλεφτρόνια σε σχέση με το δόκτορα της κλοπής, αλλά εν πάση περιπτώσει κάνουν κι αυτοί το κατά δύναμιν να απομακρυνθούν όσο γίνεται από την παλιά τους φτώχεια, που φθείρει τη ζωή.
Εμείς, λοιπόν, οι μαρξιστές δεν είμαστε κατά του πλούτου. Όμως, εφόσον δεν κάνουμε τίποτα για να διαφοροποιηθεί το κοινωνικό σύστημα που κάνει τον πλούτο να συσσωρεύεται άτσαλα στα χέρια λίγων, δεν πρέπει να είμαστε ούτε κατά των πλουσίων. Δηλαδή τι θέλετε να κάνουν οι άνθρωποι; Να μας μοιράσουν τα υπάρχοντά τους έτσι, γιατί τους έπιασε ξαφνικά το χριστιανικό τους; Αμ, δε. Προτιμούν να δώσουν το περίσσευμά τους στην εκκλησία της γειτονιάς τους για να κερδίσουν (όλο στο κέρδος ο νους τους) και τον άλλο κόσμο αφού ήδη κέρδισαν ετούτον, για να διαπιστώσουν με βλακώδη έκπληξη προς το τέλος της ζωής τους πως δεν κέρδισαν και πολλά πράγματα, αφού, δυστυχώς, δεν πρόκειται να τα πάρουν μαζί τους, όπως πολύ θα το ’θελαν.
Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούμε να ζητάμε από τους πλούσιους να γίνουν όλοι φιλόσοφοι, πολύ περισσότερο που γίνονται καλοί χριστιανοί, πράγμα ευκολότερο με χίλια ζόρια, πιεζόμενοι κυρίως από το κύριο ζόρι, που είναι ο φόβος του θανάτου. Το πολύ που μπορούμε να ζητήσουμε από τους πλούσιους είναι να γίνουν εθνικοί ευεργέτες, δηλαδή να αφήσουν στο κράτος την περιουσία τους μετά θάνατον, με τον όρο πως το κράτος θα τους στήσει κανένα αγαλματάκι για να σιγουρεύουν τουλάχιστον τη μαρμάρινη αθανασία, μια και η άλλη είναι λίγο ασαφής και αβέβαιη. Ή , έστω να δώσουν το όνομά τους σε κανένα δρόμο, π.χ. στη λεωφόρο Συγγρού, στην ανάγκη στην οδό Στουρνάρη, ή σε κανένα κτίριο, όπως π.χ. το Ζάππειο. Μεγάλο πράγμα η μάταιη επιθυμία της αθανασίας. Μέχρι και σοσιαλιστή μπορεί να σε κάνά Αλλά μετά θάνατον, και εφόσον δεν έχεις παιδιά να σε κληρονομήσουν, ώστε δι’ αυτών να διαιωνιστεί το όνομά σου, που είναι το σταθερά ζητούμενο σε αυτή την παραλλαγή μεταφυσικού σοσιαλισμού. Που όμως, όπως και να το κάνουμε, είναι προτιμότερος από τον «πράσινο» σοσιαλισμό.
«Την δόξαν πολλοί εμίσησαν, τον πλούτο ουδείς». Η αντίστροφη διατύπωση του λόγιου ελληνικού ρητού είναι παραπειστική, και αφορά κυρίως τους ιδεαλιστές και τους ποιητές, ή αυτούς που νομίζουν πως είναι ποιητές, ενώ αυτό που στο βάθος επιδιώκουν είναι να «μείνει το όνομά τους», έστω σε μια ποιητική συλλογή που θα τη διαβάσει μόνο η μαμά, ο μπαμπάς, άντε και κανένας φίλος από υποχρέωση.
Τέλος πάντων. Όλοι αυτοί οι φιλόδοξοι και κυρίως οι μωροφιλόδοξοι δεν θα ’λεγαν όχι στον πλούτο, αν τους έπεφτε το λαχείο. Γιατί το λαχείο είναι τελικά ο ατομικός πλούτος μέσα στον καπιταλισμό, που έκανε τη ζωή μας τζόγο. (Βάλτε τώρα που γυρίζει κι όλα έρχονται τα πάνω κάτω, γιατί αν σταματήσει να γυρίζει, και «γυρίσει ο τροχός και γ… σει κι ο φτωχός», δεν σε βλέπω καθόλου καλά, τζογαδόρε). Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως ο καπιταλισμός έκανε πλουσιότερους περισσότερους ανθρώπους, από όσους τα προηγούμενα κοινωνικά συστήματα. Και η τάση του να αυξήσει συνεχώς και περισσότερο τον αριθμό των πλουσίων επί της Γης δεν ανακόπηκε ποτέ. Αυτός είναι ο λόγος που οι φιλελεύθεροι πιστεύουν πως ο καπιταλισμός κάποτε θα κάνει τους πάντες πλούσιους.
Ίσως. Αλλά αν τους κάνει, δεν θα ’ναι πια καπιταλισμός γιατί θα ’χει μετεξελιχτεί σε κομουνισμό. (Προσοχή, μην μπερδεύετε αυτόν τον κομουνισμό που είναι ένα ιδανικό ευγενέστατο, με τον «κομουνισμό» του «υπαρκτού σοσιαλισμού» γιατί αυτός ο τελευταίος όχι κομουνισμός δεν είναι αλλά ούτε καν σοσιαλισμός. Είναι κρατικός-γραφειοκρατικός καπιταλισμός, που εκμεταλλεύεται πονηρά το ευγενέστερο ιδανικό που εμφανίστηκε ποτέ στη Γη, το όραμα της κομουνιστικής κοινωνίας).
Εν πάση περιπτώσει, δεν νοείται εκμεταλλευτής χωρίς εκμεταλλευόμενο. Γιατί, αν λείψουν οι εκμεταλλευόμενοι, από που θα «βγάλει» το μέταλο (αυτό σημαίνει εκμετάλλευση), κυρίως το χρυσό μέταλλο, ο εκμεταλλευτής, δηλαδή ο ειδικευμένος στην «εξόρυξη» του μετάλλου από τους μυς και το νου του εργαζόμενου. Αφήστε την πλάκα, λοιπόν, κύριοι και πέστε τίμια πως όσο υπάρχει καπιταλισμός θα υπάρχει αναγκαστικά και εκμετάλλευση. Βέβαια, τούτη η εκμετάλλευση γίνεται ολοένα και περισσότερο διακριτική χάρη στην ύπαρξη συνδικάτων, και κυρίως χάρη στην αύξηση του συνόλου του κοινωνικού πλούτου, που καθιστά δυνατή τόσο την αύξηση του μεροκάματου όσο και τον αριθμό των πλουσίων που, τώρα πια, εδώ στην Ελλάδα τουλάχιστον, είναι σε θέση να κάνουν πλούσιους και τους λαϊκούς τραγουδιστές των σκυλάδικων αλλά και τους κατασκευαστές γύψινων πιάτων που τα σπάνε όχι τόσο από ενθουσιασμό αισθητικής τάξεως όσο για να δείξουν πως είναι βαρβαρίζοντες νεόπλουτοι. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως θα σταματήσει, δια του καπιταλισμού, η εκμετάλλευση ανθρώπων από άνθρωπο. Απλώς, θα γίνεται περισσότερο ήπια, πράγμα που αφελώς αποτελεί πρόοδο σε σχέση με τα παλιότερα εργατοεργοδοτικά ήθη, ας πούμε του περασμένου αιώνα, ή των αρχών αυτού του αιώνα.
Εφόσον υπάρχουν εκμεταλλευόμενοι, θα υπάρχουν και κοινωνικές αναταραχές. Κάποτε οι επαναστάσεις δεν θα γίνονται για το ψωμί, αλλά για το παντεσπάνι. Μη βλέπετε που, προς το παρόν δεν έγινε καμιά επανάσταση για το παντεσπάνι. Αυτό συνέβη γιατί ο κόσμος δεν χόρτασε ακόμα ψωμί. Ας το χορτάσει καλά καλά και θα δείτε τι έχει να γίνει. Χαμός. Ά σε που, σε κανένα αιώνα το πολύ, θα καταφτάσουν οι ορδές των πεινασμένων Ασιατών και Αφρικανών για να πάρουν πίσω αυτό που άρπαξε από τον τόπο τους η αποικιοκρατία Θα γίνει χαμός, σας λέω.
Ή δη ο ύπνος των κατοίκων των βόρειων προαστίων, εδώ στην Αθήνα, δεν είναι καθόλου ήρεμος. Κάτι οι «αναρχικοί» κάτι οι κλέφτες, κάτι οι Ασιάτες που ήδη άρχισαν να ‘ρχονιαι ως προπομποί των ορδών του νέου Αττίλα, του νέου Τζένγκις Χαν, που ήδη έχει γεννηθεί κάπου στις στέπες της κεντρικής Ασίας ή της Μικράς Ασίας, δεν έχει σημασία ο τόπος γεννήσεως του νέου ηγέτη των πεινασμένων και όλα τα όνειρά μας θα γίνουν εφιάλτες. Το εμπρός τη Γης οι κολασμένοι, δεν έπαψε ποτέ να ’ναι ένα σύνθημα λειτουργικό και πάντα ζωντανό. Έχει καμιά σημασία που αυτό δεν αφορά πλέον τους, λίγο ως πολύ χορτάτους προλετάριους της Δύσης; Το Κομουνιστικό Μανιφέστο από όπου και το παραπάνω τρομερό επαναστατικό σλόγκαν, μιλάει για τους πεινασμένους της Γης, όχι για τους πεινασμένους των Ηνωμένων Πολιτειών, ή της Αγγλίας ή της Γερμανίας ή έστω της Ελλάδας, που παριστάνει την καπιταλιστική χώρα, τρομάρα της.
Τα οικονομικά φαινόμενα είναι πλέον διεθνή κατ’ ανάγκην. Την Ηνωμένη Ευρώπη, π.χ. δεν τη δημιούργησε η βούληση κάποιων καλών ανθρώπων, αλλά η αδήριτη ανάγκη για παραπέρα οργάνωση του καπιταλισμού, που θα αναπτύσσει ολοένα και περισσότερο τις άμυνές του. Γιατί, πρέπει να το καταλάβουμε επιτέλους, ο καπιταλισμός βρίσκεται σε άμυνα όχι σε επίθεση, όπως γινόταν μέχρι πριν από σαράντα μόλις χρόνια.
Λοιπόν, εμπρός της Γης οι κολασμένοι! Το γήινο παράδεισο τον διεκδικούν τώρα πλέον οι πάντες. Και είτε θα πάρουμε εργολάβους να φαρδύνουν τον παράδεισο για να χωρέσουν οι πάντες, είτε ο παράδεισος θα μετακομίσει για τα καλά στον ουρανό, όπου βέβαια όλα τα προβλήματα είναι λυμένα, στον αιώνα των αιώνων.
Αμήν και για τη Γη!
Αφού, λοιπόν, οι άνθρωποι έλυσαν με τέτοια ευκολία τα προβλήματα της ουράνιας ευτυχίας, γιατί δυσκολεύονται τόσο να λύσουν και τα προβλήματα της γήινης ευτυχίας; Έλα, ντε! Ο Λεμπέσης λέει, ότι υπάρχουν πολλοί βλάκες σε τούτο τον κόσμο, πράγμα που καθιστά «τεραστία την κοινωνική σημασία των βλάκων εν τω συγχρόνω βίω».
Όμως, ο μαρξισμός λέει, ότι δεν είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πως ο πλούτος είναι κοινωνικό κι όχι ατομικό γεγονός, κι ας συνεχίζει να σωρεύεται στα χέρια ατόμων. Οι πλούσιοι πιστεύουν πως έγιναν τέτοιοι γιατί ήταν ικανοί, είτε οι ίδιοι προσωπικά είτε οι πρόγονοί τους. Όμως εγώ ή εσύ, που είμαστε αποδεδειγμένα ικανοί; γιατί δεν γίναμε πλούσιοι; Δεν γίναμε είτε γιατί δεν μας βοήθησε η τύχη (ξανά η τύχη, ως παράγων πλουτισμού εξ ου και η σημασία των λαχείων), είτε διότι είχαμε να κάνουμε σοβαρότερα πράγματα στο βίο μας από το να τρέχουμε πίσω από τον Κοσκωτά, ας πούμε, ή από το να οργανώσουμε κομπίνες (συνδυασμούς, αυτό σημαίνει η λέξη) για να κερδίσουμε το ΠΡΟ – ΠΟ του βίου. Ρε αδερφέ μου, εμένα δεν μου αρέσει να παίζω ΠΡΟ-ΠΟ, πώς να το κάνουμε δηλαδή! Αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει και εγώ να απομακρυνθώ από το φόβο του πρόωρου θανάτου, δια του πλούτου; Αμ. θα απομακρυνθώ έστω κι αν χρειαστεί να… σφάξω τους μισούς κατοίκους των βορείων προαστίων. της Εκάλης μη εξαιρούμενης. Όχι γιατί είμαι αιμοβόρος, αλλά διότι αυτό συνηθίζεται πολύ στην ιστορία!
* Από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη «Καπιταλισμός, Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» (1991, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)
πηγή tvxs