Ως επίδειξη συνοχής, για τις αντιμετώπιση των κρίσεων που απειλούν την Ευρωπαϊκή Ένωση, ερμηνεύεται η σημερινή «διάσκεψη κορυφής» που οργανώνει στις Βερσαλλίες ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, με προσκεκλημένους τη Γερμανίδα Καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, τον Ισπανό πρωθυπουργό Μαριάνο Ραχόι και τον Ιταλό ομόλογό του Πάολο Τζεντιλόνι.
Η πρωτοβουλία Ολάντ για τη συνάντηση του κουαρτέτου των τεσσάρων ισχυρότερων χωρών της ευρωζώνης ερμηνεύεται επίσης ως η τελευταία απόπειρα επίδειξης «διεθνούς λάμψης» για τον πρόεδρο, πριν από το τέλος της θητείας του, γι’ αυτό και οργανώνεται με εξαιρετική επισημότητα στο παλάτι των Βερσαλλιών, που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τις πολύ σημαντικές ευκαιρίες.
Επισήμως, η συνάντηση των Βερσαλλιών στοχεύει στην προετοιμασία του εορτασμού για τα 60 χρόνια από τη Συνθήκη της Ρώμης, σε συνδυασμό με τον προβληματισμό για τους τρόπους αναβίωσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Στο «μενού» των συζητήσεων των τεσσάρων ηγετών πιστεύεται πως θα συμπεριληφθούν, μεταξύ άλλων, το θέμα των προσφύγων από τη Μέση Ανατολή, οι συνέπειες του Brexit, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, με φόντο τις αυξανόμενες εντάσεις με τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν και τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και το θέμα της μελλοντικής προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ύστερα από την ξαφνική άρνηση του Πολωνού ηγέτη Γιαροσλάβ Καζίνσκι να υποστηρίξει τον επίσης Πολωνό Ντόναλντ Τούσκ για δεύτερη θητεία. Το θέμα της ενδεχόμενης επέκτασης της θητείας του Πολωνού Τουσκ στην προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επρόκειτο να εξεταστεί στο Συμβούλιο της 9ης Μαρτίου στις Βρυξέλλες. Όμως ο Πολωνός υπουργός εξωτερικών δήλωσε στο πολωνικό πρακτορείο ειδήσεων ότι προτείνουν να διοριστεί στη θέση ο 68χρονος Γιάτσεκ Σαριούζ Βόλσκι, ευρωβουλευτής από την ομάδα των Χριστιανοδημοκρατών.
Οι πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι ο Γάλλος πρόεδρος, ο οποίος κρατάει για την ώρα τις αποστάσεις από την προεκλογική εκστρατεία στη χώρα, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η διπλωματική του δραστηριότητα κρίνεται πιο θετικά από το πολιτικό του έργο, σκοπεύει να αξιοποιήσει την τελευταία αυτή μεγάλη εκδήλωση σε διεθνές επίπεδο για την πολιτική του υστεροφημία.
Σύμφωνα με το προεδρικό περιβάλλον, η συνάντηση των Βερσαλλιών είναι «ένα τελευταίο κομμάτι για την ολοκλήρωση, όσο αυτό είναι δυνατόν, της ευρωπαϊκής κληρονομιάς του προέδρου», ο οποίος έχει επανειλημμένα καυχηθεί στους βιογράφους του για το βασικό του ρόλο σε δύο κρίσεις : στην Ουκρανία και την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ.
Ο Φρανσουά Ολάντ την ανακοίνωσε την απόφαση για την οργάνωση της συνάντησης κορυφής του κουαρτέτου στις Βερσαλίες κατά το ταξίδι του στη Μάλαγα στις 20 Φεβρουαρίου. Τότε, έχοντας δίπλα του τον Μαριάνο Ραχόι είχε πει: «Στις Βερσαλίες δεν σκοπεύουμε να καθορίσουμε πως θα πρέπει να είναι η Ευρώπη. Δεν είναι αυτός ο σχεδιασμός μας. Είμαστε όμως οι τέσσερις ισχυρότερες χώρες της και επιβάλλεται σε μας να πούμε τι θέλουμε να κάνουμε μαζί με άλλους».
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα στη συνάντηση κορυφής στη Μάλτα (3 Φεβρουαρίου) ο Φρανσουά Ολάντ ήταν κάπως περισσότερο επεξηγηματικός: «Το ερώτημα είναι, εάν είναι δυνατόν να υπάρχουν πολλές ταχύτητες στην Ευρώπη. Η απάντηση είναι ‘ναι’. Θα είναι άλλωστε μια από τις δυνατότητες κατά τη συνάντηση της Ρώμης, για να εξηγήσουμε αυτό που όλοι μαζί θέλουμε να κάνουμε και αυτό που ορισμένοι (θέλουν να κάνουν) επιπλέον» υπογράμμισε.
Πίσω όμως από την έννοια μιας Ευρώπης «πολλών ταχυτήτων» μοιάζει να κρύβεται και μια άλλη έννοια, αυτή της «διαφοροποιημένης» Ευρώπης, την οποία φάνηκε να προωθεί από τις αρχές Φεβρουαρίου στη Μάλτα, η Καγκελάριος Μέρκελ. Για την αντιμετώπιση των εντάσεων και τη σχετική παράλυση της Ευρώπης εξαιτίας των πιέσεων που ασκούνται από τους λαϊκιστές ή από τα αντιφατικά συμφέροντα των κρατών μελών, η Άνγκελα Μέρκελ θεωρεί ότι η λύση θα μπορούσε να είναι μια «διαφοροποιημένη Ευρώπη».
Τα πρώτα σχεδιαγράμματα μιας τέτοιας Ευρωπαϊκής Ένωσης δίνουν επί της ουσίας, δύο διαφορετικές Ευρώπες: μια εμπορική ένωση με κοινούς κανόνες σαν την τωρινή και μια πολιτική ένωση με τα κράτη που θα θελήσουν να εμβαθύνουν από κοινού τη σχέση τους. Ωστόσο τίποτα από όλα αυτά δεν θα μπορέσει να προχωρήσει εάν δεν καταγραφεί ομόφωνα στο μάρμαρο της Συνθήκης της Ρώμης.