Το 2020 ήταν δύσκολο στα ελληνοτουρκικά. Ομως το 2021 αναμένεται μακράν δυσκολότερο. Θα είναι η πιο καθοριστική χρονιά από το 1996 και τα Ιμια. Η χρονιά που όσα βράζουν τόσο καιρό θα φέρουν, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, εξελίξεις. Ολο το προηγούμενο διάστημα η πίεση ανέβαινε διαρκώς φτάνοντας τουλάχιστον δύο φορές σχεδόν στο απροχώρητο. Οι Τούρκοι πίεζαν επί μήνες για διάλογο με συνεχείς ανεξέλεγκτους πλόες του ερευνητικού τους σκάφους και με συνεχείς απειλές για σύγκρουση. Και, παράλληλα, με μία πρωτοφανώς πιεστική διπλωματική σοφιστεία και οι Γερμανοί πίεζαν για διάλογο όπως τον θέλει η Τουρκία για να… μην απειλεί: να σταματήσουν οι απειλές για να αρχίσει ο διάλογος. Τώρα λοιπόν οι Τούρκοι λένε ότι αφού έχουν αποσύρει το ερευνητικό σκάφος ο διάλογος πρέπει να ξεκινήσει. Και έτσι η Ελλάδα δέχθηκε να προσέλθει σε αυτόν, για να μιλήσει για τις «θαλάσσιες ζώνες». Μία απολύτως ασαφή έννοια στην οποία ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε.
Στα τέλη του 2020 ο Τούρκος υπουργός Αμυνας Ακάρ έλεγε ότι «η Ελλάδα παραβιάζει τους διεθνείς κανονισμούς και στρατιωτικοποιεί 16 νησιά τα οποία πρέπει να έχουν καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης. Τι λογική είναι αυτή; Σαν να μη φτάνει αυτό, για να τα ενισχύσουν πάνε και έρχονται σε αυτά και τα επισκέπτονται. Αυτό δεν είναι πρόκληση ή παρενόχληση;». Και συνέχιζε: «Οι Ελληνες φοβούνται τον διάλογο γιατί ξέρουν ότι η Τουρκία έχει δίκιο (…) Οι Ελληνες αυξάνουν τις εντάσεις χωρίς να βασίζονται στις δυνάμεις τους (…) Δεν θα δεχτούμε τετελεσμένα».
Παράλληλα, ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τσαβόσουγλου επιχειρεί συνεχή διπλωματικά ανοίγματα τόσο στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες, όσο και στην Ουάσιγκτον, αν και αυτό είναι σήμερα πιο σύνθετο – στο Βερολίνο δεν έχει ανάγκη να κάνει άνοιγμα: εκεί είναι από καιρό όλα… ορθάνοιχτα για την Τουρκία.
Σήμερα οι δυτικές χώρες ξέρουν πλέον πολύ καλά ότι δεν μπορούν να εμπιστευθούν ούτε τον Ερντογάν, ούτε την Τουρκία γενικά. Μάλιστα οι Αμερικανοί πήγαν ένα βήμα παραπέρα, αν και σε άλλο πεδίο, όχι στα ελληνοτουρκικά. Πρόσφατα όχι μόνον διέψευσαν την ύπαρξη κοινής ομάδας εργασίας που δήθεν εργάζεται για το ζήτημα των αμερικανικών κυρώσεων για τους ρωσικούς πυραύλους S- 400, αλλά τις ψήφισαν παρά την αντίδραση Τραμπ. Και τότε μπήκε αμέσως σφήνα πάλι η Μόσχα. Ο Λαβρόφ είπε δύο φορές ότι παρά την αντίδραση των Αμερικανών η στρατιωτική συνεργασία της Ρωσίας με την Τουρκία προχωρά κανονικά. Τέλος, ο Ερντογάν κράτησε μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία για τον εαυτό του: επιχείρησε να προσεγγίσει εκ νέου το Ισραήλ. Συνεκτιμά τις επερχόμενες εκλογές στη χώρα, όπως και την επίδραση που αυτή έχει σε πολλά επίπεδα διεθνώς. Θα πείσει όμως το Ισραήλ, που ήδη προχωρά αλματωδώς στην αμυντική συνεργασία με την Ελλάδα; Δύσκολα. Αλλά δεν θα εγκαταλείψει.
Η Τουρκία, που βρίσκεται πια διαρκώς κοντά στην οικονομική κατάρρευση και που στο βάθος έχει εκλογές, κατάφερε με τις απειλές αυτό που ήθελε: να αρχίσει διάλογος. Από την ώρα που η Ελλάδα έθεσε τον πήχη τόσο χαμηλά λέγοντας ότι αν φύγει το πλοίο θα συζητήσει, η Αγκυρα δεν είχε να κάνει και πολλά: απλώς να το αποσύρει προσωρινά. Παράλληλα, προσπαθεί να διεμβολίσει τις ελληνικές συμμαχίες. Αυτό δεν πρέπει να υποτιμηθεί, καθώς είναι στη φύση των συμμαχιών να είναι ευμετάβλητες. Ολα αυτά δεν είναι παρά τακτικισμοί που απλώς βεβαιώνουν ότι η κρίση με την Τουρκία είναι θέμα χρόνου. Και η κυβέρνηση καλά θα κάνει να μην ξεχνά ότι η Τουρκία θέλει πάντοτε, ρητά και ξεκάθαρα, αλλαγή συνόρων. Ολα τα υπόλοιπα είναι αυταπάτες