Από την πλευρά της δημιουργίας και της παρουσίας πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής στη χώρα μας, η δεκαετία του 2020 είναι η πιο φτωχή σε σύγκριση με όλες τις δεκαετίες από το 1940 μέχρι σήμερα.
Στη δεκαετία του ’40 είχαμε πόλεμο, ξένη κατοχή, εμφύλιο πόλεμο.
Στη δεκαετία του ’50 η χώρα ήταν κατεστραμμένη και υπήρχε η κυριαρχία του Παλατιού και της αστυνομικής βίας.
Παρ’ όλα αυτά υπήρχε πολιτιστική ζωή. Ενδεικτικά μόνο αναφέρω τις θεατρικές παραστάσεις, τις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας, το Ελληνικό Χορόδραμα.
Στη δεκαετία του ’60 οι σκληρές οικονομικές συνθήκες αλλά και η συνεχιζόμενη αστυνομική βία δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν την πολιτιστική μας αναγέννηση.
Στη δεκαετία του ’70 είχαμε τη χούντα. Αμέσως μετά, η πολιτιστική ζωή συνέχισε τον δρόμο της.
Στη δεκαετία του ’80 οι μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις βοήθησαν την ανάπλαση της καλλιτεχνικής μας ζωής.
Στις δεκαετίες του ’90 και του 2000 οι πολιτιστικές εκδηλώσεις (με τη βοήθεια πάντα του κράτους και των δήμων) συνεχίστηκαν.
Στη δεκαετία του 2010 άρχισε η παρακμή, για να φτάσουμε στη δεκαετία του 2020 στο ΜΗΔΕΝ.
Αναγνωρίζω ότι οι συνθήκες (πανδημία, οικονομία, τουρκική απειλή) θα πρέπει να είναι – και είναι – μεταξύ των εθνικών μας προτεραιοτήτων.
Ο σκοπός όμως αλλά και η προϋπόθεση για όλα, είναι η Παιδεία και ο Πολιτισμός. Οσο μεγάλος και αν είναι ο πλούτος μιας χώρας, η Ιστορία διδάσκει ότι εκείνο που μένει τελικά είναι ο Πολιτισμός της.
Ποιος γνωρίζει σήμερα τις καθημερινές αποφάσεις για τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που απασχόλησαν τον Περικλή και άλλους στην αρχαία Αθήνα; Κανείς! Ομως όλοι γνωρίζουν και μάλιστα επί πολλούς αιώνες τον Πολιτισμό που εκείνοι οι δημόσιοι άνδρες βοήθησαν να δημιουργηθεί.
Και φυσικά χάρη στη χρηματοδότηση του Πολιτισμού από το ταμείο του κράτους! Με πολιτικούς χωρίς την παιδεία και το όραμα του Περικλή και των άλλων δημοσίων παραγόντων, δεν θα υπήρχαν η Ακρόπολη και ο Παρθενώνας. Δεν θα υπήρχαν τα θέατρα. Δεν θα υπήρχαν ίσως ο Σοφοκλής και ο Φειδίας.
Γιατί αν ο καλλιτέχνης γνωρίζει ότι δεν υπάρχει τρόπος να φτάσει το έργο του στην κοινωνία, τότε δεν θα το γράψει, δεν θα το συνθέσει, δεν θα το λαξεύσει.
Δεν θα υπήρχε ίσως ούτε το κοινό που διψά για τα έργα της εποχής του.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους ερμηνευτές που έχουν ανάγκη να ερμηνεύσουν καινούρια έργα θεατρικά, μουσικά, χορευτικά.
Λυπάμαι πολύ αλλά είμαι υποχρεωμένος να θυμίσω στους δημόσιους άνδρες και κυρίως στην κυβέρνηση ότι η υστεροφημία τους εξαρτάται περισσότερο από τη συμβολή τους στον Πολιτισμό παρά από οτιδήποτε άλλο.
Το παράδειγμα του Περικλή που ανέφερα, δεν είναι μοναδικό. Εάν παρακολουθήσουμε σχολαστικά την ιστορία της Τέχνης, θα δούμε ότι πίσω από κάθε της κατάκτηση υπάρχει το δημόσιο πρόσωπο του αντίστοιχου τόπου και της αντίστοιχης εποχής, που παραμένει στην ανάμνηση των ανθρώπων επειδή βοήθησε τη δημιουργία νέας σκέψης και νέων καλλιτεχνικών έργων.
Και για να μην πάμε πολύ μακριά, ας δούμε ποια είναι τα πρόσωπα που έμειναν στη μνήμη και στην ιστορία τον τελευταίο αιώνα στη χώρα μας. Είναι οι περισσότεροι πολιτικοί ή ποιητές, συγγραφείς, δημιουργοί, μουσικοί, ζωγράφοι, γενικά άνθρωποι του Πνεύματος και της Τέχνης;
Σήμερα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το πλοίο ΕΛΛΑΣ έχουν να κάνουν με το Μηχανοστάσιο και με τον τυφώνα Τουρκία.
Το λιμάνι όμως στο οποίο θα πρέπει να κατευθύνεται, είναι η Παιδεία και ο Πολιτισμός. Και ποιος φροντίζει γι’ αυτή την πορεία, αφού κυβέρνηση και αντιπολίτευση απασχολούνται μονάχα με το Μηχανοστάσιο και τον θυελλώδη καιρό που μας θαλασσοδέρνει χωρίς να υπάρχει πολιτιστικό όραμα;
Κάποτε το Μηχανοστάσιο θα διορθωθεί και θα έρθει μπουνάτσα.
Τότε και μόνο τότε, η πολιτική ηγεσία θα ανακαλύψει ότι το λιμάνι στο οποίο θα έχουμε φτάσει, θα είναι μια αδιέξοδη λιμνοθάλασσα με μοναδικό πολιτιστικό ήχο τον κοασμό των βατράχων…