Δεκαέξι χρόνια μετά το φονικό τσουνάμι που έπληξε 14 χώρες του Ινδικού Ωκεανού και στοίχισε τη ζωή σε σχεδόν 230.000 ανθρώπους, οι μνήμες για όσους έζησαν από κοντά την καταστροφή μοιάζουν να είναι ακόμη νωπές. Αφηγούνται με κάθε λεπτομέρεια πώς ένα ήσυχο κυριακάτικο πρωινό, μία ημέρα μετά τα Χριστούγεννα του 2004, μετατράπηκε στον χειρότερο εφιάλτη της ζωής τους, καθώς ο σεισμός των 9,1 ρίχτερ (ο τρίτος μεγαλύτερος που έχει ποτέ καταγραφεί από σεισμογράφο) που χτύπησε βόρεια της νήσου Σουμάτρα της Ινδονησίας και το γιγαντιαίο τσουνάμι που ακολούθησε ισοπέδωσαν ολόκληρες περιοχές σε Ινδονησία, Ταϊλάνδη, Ινδία, Σρι Λάνκα, Μαλδίβες, Μαλαισία, Σομαλία, Μιανμάρ κ.α. Οι κάτοικοί τους κλήθηκαν να βάλουν στην άκρη τα τραύματά τους, σωματικά και ψυχικά, και να ξεκινήσουν άμεσα την ανοικοδόμηση των πόλεων και των χωριών τους που είχαν ισοπεδωθεί. Την ίδια στιγμή, έγινε μια προσπάθεια τα ξενοδοχεία, τα πολυτελή resorts, τα εστιατόρια, οι παραλίες και όλες οι υποδομές υποδοχής των διεθνών επισκεπτών να επανέλθουν στην πρότερη κατάσταση.
Στο ΒΗΜΑgazino που κυκλοφορεί μαζί με το «Βήμα της Κυριακής» η Ντιάνα Καρτσαγκούλη γράφει για τις προσπάθειες ανάκαμψης των τουριστικών παραδείσων της Νοτιοανατιλικής Ασίας, καθώς το στοίχημα για τους πιο δημοφιλείς προορισμούς της περιοχής, όπως τo Πουκέτ της Ταϊλάνδης και οι εξωτικές Μαλδίβες, ήταν μεγάλο και, εκείνη την εποχή, αμφίβολης επιτυχίας. Οι κάτοικοί τους, όμως, δεν το είδαν ποτέ έτσι. Η επιστροφή στην κανονικότητα ήταν μονόδρομος. Και μετά ήρθε η COVID-19…
Διαβάστε περισσότερα στο BHMAgazino που κυκλοφορεί με το «Βήμα της Κυριακής»