Την έντονη ανησυχία τους για την πορεία της πανδημίας στην περιοχή της Θεσσαλονίκης διατυπώνουν οι επιστήμονες του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που μελετούν τα λύματα της πόλης, σε συνεργασία με την ΕΥΑΘ.
Όπως τονίζουν, το διάγραμμα των μετρήσεων του ιικού φορτίου στα λύματα του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης, καταγράφει τάση σταθεροποίησης στα υψηλά επίπεδα των αρχών του Νοεμβρίου, όταν και η πόλη τέθηκε σε καθεστώς lockdown, καθώς υπήρχε μεγάλη διασπορά της πανδημίας του κοροναϊού.
Ειδικότερα, στο σχετικό διάγραμμα παρατηρείται πως στις τελευταίες τέσσερις δειγματοληψίες -από τις 25 Νοεμβρίου έως και τις 2 Δεκεμβρίου- έχει ανακοπεί η τάση μείωσης που ξεκίνησε να καταγράφεται στις τέσσερις πιο προηγούμενες μετρήσεις, των δειγματοληψιών από 16 έως 23 Νοεμβρίου.
«Η κατάσταση μπορεί να ξεφύγει από κάθε έλεγχο»
Όπως σημείωσε ο πρύτανης του ΑΠΘ και επιστημονικός υπεύθυνος του ερευνητικού έργου, Νίκος Παπαϊωάννου, η κατάσταση για τη Θεσσαλονίκη είναι πολύ οριακή.
«Ανησυχούμε ιδιαίτερα για τα αποτελέσματα των τελευταίων μετρήσεων στα λύματα, καθώς δείχνουν πως έχει σταματήσει η βελτίωση της επιδημιολογικής εικόνας σε σημείο επικίνδυνο. Έχοντας στον νου τη διεθνή εμπειρία, με βάση και τις μετρήσεις εξορθολογισμού στα λύματα που κάνουμε για τις Βρυξέλλες, το Άμστερνταμ και το Παρίσι, μπορούμε να πούμε πως η κατάσταση είναι πολύ οριακή για την πόλη, καθώς μπορεί πολύ εύκολα η τάση στη μέτρηση του ιικού φορτίου να γυρίσει και πάλι αυξητικά και μάλιστα με εκθετικό ρυθμό» ανέφερε ο κ. Παπαϊωάννου μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, τονίζοντας πως «επειδή το σημείο εκκίνησης αυτή τη φορά είναι υψηλό μπορεί η κατάσταση να ξεφύγει από κάθε έλεγχο».
«Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο όπου η αξιοπιστία στις μετρήσεις είναι καθοριστική. Ο υπολογιστικός εξορθολογισμός που εφαρμόζει η ομάδα του ΑΠΘ στις μετρήσεις, με βάση 24 περιβαλλοντικά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά των λυμάτων, αυξάνει κατά μια τάξη μεγέθους την ακρίβεια στον προσδιορισμό του ιικού φορτίου. Αυτό καθιστά τις μετρήσεις μας αξιόπιστο εργαλείο διάγνωσης της διασποράς του ιού και πολύτιμη βοήθεια στη λήψη αποφάσεων. Αυτές τις κρίσιμες ώρες το περιθώριο λάθους πρέπει να είναι το μικρότερο δυνατό», εξήγησε ο καθηγητής Χημείας και μέλος της διεπιστημονικής ομάδας, καθηγητής Θόδωρος Καραπάντσιος.
Παράλληλα, η διεπιστημονική ομάδα του ΑΠΘ αναζήτησε τεκμηριωμένες απαντήσεις, στο ερώτημα γιατί η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη δε βελτιώνεται, σε σύγκριση με άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις.
«Το πολύ υψηλό ιικό φορτίο είναι η κυριότερη αιτία για τους αργούς ρυθμούς αποκλιμάκωσης από τη στιγμή που ελήφθησαν τα μέτρα. Όσο πιο υψηλό το ιικό φορτίο, τόσο περισσότερο χρόνο χρειάζονται τα μέτρα για να αποδώσουν. Αυτό είναι σαφές και επιπλέον θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και το δεδομένο ότι τα μέτρα που εφαρμόστηκαν από τον Νοέμβριο, δεν ήταν εξ αρχής αντίστοιχα εκείνων της περασμένης Άνοιξης. Είναι επίσης εμφανής στην κίνηση που υπάρχει στους δρόμους, μία μεγαλύτερη χαλαρότητα των πολιτών, σε σχέση με τον περασμένο Απρίλιο, που εξηγείται μεν από την κόπωση που έχει επέλθει, όμως σε καμία περίπτωση δε δικαιολογείται, τη στιγμή που υπάρχει ασφυκτική πίεση στα νοσοκομεία της πόλης και το πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση μπορεί πλέον να το αντιληφθεί ο καθένας μας, που σίγουρα πια γνωρίζει για κάποιον που νόσησε, κάποιον που απεβίωσε από επιπλοκές του ιού», επισήμανε ο πρύτανης του ΑΠΘ, δίνοντας μία ερμηνεία για την επιδημιολογική εικόνα της πόλης.
«Όταν αποφασίστηκε η αναστολή των περισσότερων δραστηριοτήτων και τα μέλη των οικογενειών βρέθηκαν όλα μαζί κλεισμένα στα σπίτια, αυτό δημιούργησε και νέες εστίες, καθώς υπήρχαν ήδη πάρα πολλοί ασυμπτωματικοί φορείς στην κοινότητα και μέσα στον ίδιο χώρο δημιουργήθηκαν νέες επιμολύνσεις» πρόσθεσε ο κ. Παπαϊωάννου, συμπληρώνοντας πως «ένα ακόμη ζήτημα που ίσως δεν αντιμετωπίστηκε επαρκώς αφορά χώρους εν δυνάμει υπερμετάδοσης του ιού και κυρίως τα λεωφορεία και τις λαϊκές αγορές».
Ίσως θα μπορούσαν να ληφθούν περαιτέρω μέτρα εκεί, υπάρχουν λύσεις που έχουν εφαρμοστεί επιτυχώς σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, λύσεις που θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε άμεσα, όπως για παράδειγμα η προσωρινή ένταξη τουριστικών λεωφορείων στον στόλο του ΟΑΣΘ για την ασφαλή μετακίνηση των πολιτών, όπως το μεγαλύτερο άπλωμα των πάγκων στις λαϊκές αγορές κλπ», συμπλήρωσε ο πρύτανης του ΑΠΘ.
«Τα μέτρα είναι σωστά αλλά δεν τηρούνται σωστά»
Τη δική της ερμηνεία για τη διατήρηση του αριθμού των κρουσμάτων σε υψηλό αριθμό έδωσε η διευθύντρια του Α’ Εργαστηρίου Μικροβιολογίας του ΑΠΘ και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, καθηγήτρια Άννα Παπά Κονιδάρη σημειώνοντας πως «δεν υπάρχει η μείωση που αναμέναμε και αυτό ίσως οφείλεται στη μη αυστηρή τήρηση των μέτρων». «Αν ήμασταν όλοι πιο συνεπείς, αν τηρούσαμε με μεγαλύτερη ευλάβεια τα μέτρα η εικόνα θα ήταν καλύτερη», πρόσθεσε η κυρία Παπά.
Για το ενδεχόμενο λήψης πιο αυστηρών μέτρων περιορισμού στη Θεσσαλονίκη, η διευθύντρια του Α’ Εργαστηρίου Μικροβιολογίας του ΑΠΘ απάντησε: «Τα μέτρα είναι σωστά, απλώς πρέπει να τηρηθούν σωστά. Απαιτείται μεγαλύτερη προσπάθεια. Αν τα μέτρα δε λειτουργούσαν η αύξηση των κρουσμάτων θα ήταν εκθετική, η διασπορά θα ήταν τέτοια που δε θα μπορούσαν να λειτουργήσουν τα νοσοκομεία. Όμως δε μας αρκεί η σταθερότητα, αυτό που θέλουμε είναι και πτώση των δεικτών, που σημαίνει ακόμη πιο αυστηρή τήρηση των μέτρων».
Στο πλαίσιο αυτό η κ. Παπά εξήγησε πως «με γεμάτες τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας είναι πρόωρη η συζήτηση για την άρση των περιοριστικών μέτρων στη Θεσσαλονίκη, εξακολουθεί να είναι δύσκολη η κατάσταση και κάθε μέρα στην Επιτροπή γίνονται συζητήσεις πάνω σε όλα τα επιδημιολογικά στοιχεία».
«Κλείσαμε την πόρτα του σπιτιού, όταν είχε ήδη μπει στα δωμάτια»
«Η αποκλιμάκωση της επιδημίας στη Θεσσαλονίκη είναι πάρα πολύ αργή εξαιτίας του γεγονότος ότι το λεγόμενο lockdown, ο εγκλεισμός επιβλήθηκε αρκετά αργά, όταν είχε ήδη υπάρξει μεγάλη διασπορά του ιού στην πόλη», είναι η εκτίμηση του καθηγητή Πνευμονολογίας του ΑΠΘ και Διευθυντή της Κλινικής Αναπνευστικής Ανεπάρκειας στον Νοσοκομείο Παπανικολάου, Γιάννη Κιουμή.
«Μια εκλαϊκευμένη άποψη για το lockdown είναι ότι στην πραγματικότητα κλεινόμαστε στα σπίτια μας με την υπόθεση ότι αφήνουμε τον κοροναϊό από έξω. Αν αργήσει να εφαρμοστεί το lockdown, όταν κλείνουμε την εξώπορτα του σπιτιού ο κοροναϊός είναι ήδη πολύ πιθανό ότι βρίσκεται μέσα στα δωμάτια, που σημαίνει ότι έχει αρχίσει ένας επιδημικός κύκλος μέσα στην ίδια την οικογένεια. Αυτό αποτυπώνεται και στα κρούσματα και φυσικά και στα λύματα», δήλωσε ο κ. Κιουμής μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Όταν εφαρμόστηκαν τα περιοριστικά μέτρα ο ιός υπήρχε ήδη σε πάρα πολλά σπίτια, είχε περάσει σε ένα επιδημικό κύμα, που βλέπαμε στην κλινική πράξη να προσβάλλονται μέλη της ίδιας οικογένειας. Έτσι και στα λύματα το ιικό φορτίο αναμένεται να μειωθεί, όταν θα έχει εξαντλήσει τον κύκλο του μέσα στις οικογένειες», εξήγησε ο καθηγητής.
Πρόσθεσε, δε, ότι «μια δεύτερη εξήγηση – όχι εναλλακτική, αλλά που προστίθεται στην προηγούμενη – είναι ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός ασυμπτωματικών ασθενών στην κοινότητα, σε ποσοστό που δεν το γνωρίζουμε», καθώς «υπάρχουν διεθνείς μελέτες ότι μπορεί να είναι από 3 έως 10 φορές μεγαλύτερος ο πραγματικός αριθμός των φορέων από αυτούς που έχουν διαγνωστεί», συνεπώς «δεν είναι δυνατό να το γνωρίζει κανείς αυτό και γι’ αυτό πρέπει οι δειγματοληψίες που γίνονται για τη διάγνωση του κοροναϊού να είναι σωστά στρωματοποιημένες, να υπάρχει αντιπροσωπευτικό δείγμα από όλες τις κοινωνικές ομάδες, τις χωρικές περιοχές, τις επαγγελματικές δραστηριότητες», διότι «αν το δείγμα είναι όσοι προσέρχονται στα νοσοκομεία και τα ιδιωτικά εργαστήρια για έλεγχο, δεν είναι αντιπροσωπευτικό».