Ο αγώνας των Ελλήνων το 1821 και ο δρόμος που διένυσαν για την κατάκτηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας τους, σαφώς καθορίστηκαν και επηρεάστηκαν κυρίως από τις δικές τους αποφάσεις και ενέργειες, άλλοτε ορθές και άλλοτε λανθασμένες. Δεν θα μπορούσαν όμως να μην επηρεαστούν και από τις επιλογές προσωπικοτήτων κομβικής σημασίας από πλευράς Οθωμανών.
Μια τέτοια προσωπικότητα ήταν ο αλβανικής καταγωγωής Αλή Πασάς Τεπελενλής, γνωστός ως Αλή πασάς των Ιωαννίνων.
Τα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ» της 5ης Δεκεμβρίου του 1933 δίνουν μια πλήρη εικόνα των πρώτων χρόνων της ζωής του.
«Ο Αλής ήταν υιός του Βελή μπέη και της Χάμκως. Μεταξύ των εραστών που είχε και ζώντος του συζύγου της, η ακόλαστος Χάμκω, ήταν και κάποιος Δήμος του Παπά-Κώστα από το Χόρμοβον, τον οποίον μετά τον θάνατον του συζύγου της Βελή – 1753- πήρε σπίτι της ως αρχηγό της φρουράς της και οικονόμο.
»Ο εραστής της αυτός εβοήθησε την Χάμκω να εξοντώση τους ανεπιθυμήτους συγγενείς και να εξασφαλίση την κυριαρχίαν της εις την περιφέρειαν του Τεπελενίου. (…) Για να εξασφαλίση την αρχηγίαν της οικογενείας εις τον Αλή φαρμάκωσε το ένα μετά το άλλο τα δυο αγόρια που είχεν ο Βελής από την πρώτη του γυναίκα. Με τα εγκλήματα και την απληστίαν της η Χάμκω είχε γίνη στόχος γενικού μισούς.
Η ατίμωση της οικογένειάς του
»Για να την εκδικηθούν οι Γαρδικιώτες, από τους οποίους με τους παλληκαράδες της είχεν αρπάξη ένα χωριό, ηχμαλώτισαν την Χάμκω με την κόρη της Χαϊνίτσα και τον υιόν της Αλή, τους μετέφεραν στο Γαρδίκι και εκεί μπροστά στα μάτια του Αλή, του αυριανού τυράννου, ησέλγησαν επάνω στα κορμιά της μάννας του και της αδελφής του. Στην πρωτόγονη και άγρια ψυχή του Αλή ρίζωσε το μίσος εναντίον των ανθρώπων και η άσβυστη δίψα να γίνη δυνατός για να εκδικηθή και ξεπλύνη την προσβολή»
Στα 17 του χρόνια ο Αλή πήρε τα βούνα. Σκοτώνοντας και κλέβοντας ο Αλή μπόρεσε να φτιάξει και να συντηρήσει το δικό του ασκέρι. Γρήγορα όμως γνώρισε μια μεγάλη ταπείνωση. Θέλοντας να εκδικηθεί τον βιασμό της μητέρας και της αδερφής του έκανε έφοδο στο χωριό των δραστών, οι οποίοι όμως απάντησαν με ισχυρή αντεπίθεση εκδιώκοντάς τον. Η μητέρα του δεν του συγχώρησε αυτήν του την αποτυχία.
«Ώρμησε πάνω του πότε κόκκινη σαν παπαρούνα και πότε χλωμή, του θανάτου, μανιασμένη, αφρισμένη από τη λύσσα του άρπαξε το ντουφέκι, τούβγαλε το γιαταγάνι, τα πιστόλια, τα πέταξε μακρυά και τούδοσε ένα αδράχτι, λέγοντας του σαρκαστικά:
– Να ορέ! Εσένα δε σου στέκουνε τ’ άρματα! Πάρε τη ρόκα και πήγαινε να γνέθης, στο χαρέμι με τις γυναίκες!…
Ο Αλής δεν έβγαλε άχνα από το στόμα του. Η Χάμκω είχε πάνω του απέραντη επιβολή»
Έτσι ο Αλή ταπεινωμένος ξέσπασε στους πληθυσμούς της περιοχής.
«Ντροπιασμένος, λυσσασμένος για την αποτυχία του, ξέσπασε σε λιγάκι σ’ όλους γύρω του. Μ’ ένα μικρό μπουλούκι πήτε τα βουνά και δεν άφηνε άνθρωπο σ’ ησυχία. Χτυπούσε, λήστευε χριστιανούς και Τούρκους, αδιάκριτα. Τόσο υπόφεραν οι πληθυσμοί, που ο Κουρτ- πασάς μια μέρα έβγαλε ντελάλη σ’ όλη την περιοχή:
– Πέντε χιλιάδες γρόσα έχει όποιος πάει στο σαράϊ το κεφάλι του Αλή.
»Ο Αλής όμως προσποιούμενος υποταγήν και υπερβολικόν σεβασμόν κατώρθωσε να διαθέση τον πασά ευνοϊκώς υπέρ αυτού»
Η άνοδος
Οι περιπέτειες του νεαρού Αλή συνεχίστηκαν και τον οδήγησαν ως την αυλή του πασά Νεγρεπόντε της Ευβοίας. Αργότερα, επέστρεψε στα μέρη του στην Ήπειρο και με τον μόνο τρόπο που γνώριζε, τη βία, απέκτησε την πολυπόθητη εξουσία.
«Αι αγριότητες που διέπραξεν εκεί ήσαν ανήκουστοι, εις τρόπον ώστε η Πρεμετή, η Κόνιτσα και αι γειτονικαί περιφέρειαι ελπίζουσαι καλλιτέραν τύχην απεφάσισαν αυθορμήτως να παραδοθούν εις αυτόν. Τώρα ο Αλής ήταν κάποιος»
Σταδιακά ο Αλή αποκτούσε όλο και περισσότερη δύναμη. Λόγω της αποστολής από πλευράς του ενός βοηθητικού αλβανικού στρατιωτικού σώματος σε εμπόλεμη σύρραξη μεταξύ Οθωμανών και Ρώσων, ο σουλτάνος τον αντάμοιψε χρήζοντας τον πασά Τρικκάλων. Ο μεγάλος του όμως στόχος ήταν και το πασαλίκι των Ιωαννίνων, η Πύλη του το αρνήθηκε κι έτσι το 1788, κατέλαβε τα Ιωάννινα διά της βίας. Ο Σουλτάνος έκανε πίσω.
«Θα επερίμενε κανείς ότι το Διβάνι της Σταμπούλ θα ετιμώρει την πονηράν αυτήν θρασύτητα. Επειδή όμως εγνώριζε τον άνδρα και τας μεθόδους του έκρινε σκοπιμώτερον ν’ αναγνωρίση το τετελεσμένον γεγονός. Όχι μόνον ανεγνωρίσθη εις τον Αλήν το πασαλήκι των Ιωαννίνων, αλλά τον διώρισαν εις το πολύ σημαντικώτερον αξίωμα του Δερβέντ πασά της Ρούμελης – επιθεωρητού των δημοσίων οδών»
Η ανέλιξη και η ισχυηροποίηση του συνεχίζονταν.
«Εξηκολούθει ν’ ανέρχεται υψηλότερα, ωσάν με κάθε νέαν ατιμίαν να προσέθετεμίαν νέαν βαθμίδα εις την κλίμακα που είχε τάξη εις την φιλοδοξίαν του. Του ανεγνωρίσθη και το πασαλήκι της Άρτας, και η Ακαρνανία, η Κλεισούρα, η Πρεμετή, η Κόνιτσα και η Οστάνιτσα υπετάχθησαν εις αυτόν»
Το 1790 ο Αλή πασάς εκστράτευσε κατά του Σουλίου χωρίς όμως να καταφέρει να το κυριεύσει. Αυτό συνέβη τον Δεκέμβριο του 1803, όταν και το κατέλαβε οριστικά, παρά την ηρωική αντίσταση των Σουλιωτών και των Σουλιωτισσών. Αργότερα ο γιος του Βελής διοίστηκε διοικητής της Θεσσαλίας και του Μοριά κι έτσι λίγο πριν την Ελληνική Επανάσταση η «επικράτεια» του έφτανες από την Πελοπόννησο ως τη Θεσσαλία και ο ίδιος ο Αλή Πασάς ήταν ουσιαστικά αυτόνομος έναντι της κεντρικής εξουσίας του Σουλτάνου και της Υψηλής Πύλης.
Η κυρά Φροσύνη
Είναι αδύνατον να αναφερθεί κανείς στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, χωρίς να αναφερθεί στην κυρά – Φροσύνη, μια όμορφη και προοδευτική γυναίκα των Ιωαννίνων, για την οποία έχουν εκφραστεί αρκετές διαφορετικές εκδοχές κυρίως σχετικά με την προσωπική της ζωή και για το κατά πόσο ο ερωτικός της δεσμός με τον γιο του Αλή Πασά ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού ή όχι.
ΤΑ «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ» της 12ης Μαΐου 1930 δημοσιεύουν την αφήγηση του αξιωματικού του μηχανικού, του Αλή Πασά, Ιμπραήμ Μανζούρ Εφέντη.
«Εις Ιωάννινα ζούσε μια γυναίκα ονόματι Δροσύνη, ανεψιά του δεσπότη, πανδρευμένη με ένα από τους πλουσιωτέρους εμπόρους της πόλεως. Ήταν γνωστή για την ωμορφιά της και το πνεύμα της, και αυτά υπήρξαν αφορμή της ατυχίας της. Ήταν ήδη μητέρα δυό παιδιών, όταν ο πρωτότοκος υίος τους Αλή πασά, ο Μουχτάρ, εκυριεύθη από την γοητείαν της»
Ο Μουχτάρ, που ήταν ήδη παντρεμένος, ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα του, ό,τι ζητούσε το έπαιρνε κι έτσι έδωσε διαταγή «να εμφανισθή ενώπιόν του και να γίνει δικιά του».
Τα μέλη της οικογένειάς της υπό τον φόβο εξόντωσης τους αποφάσισαν, η Φροσύνη να υπακούσει και ο σύζυγός της να καταφύγει στο Βουκουρέστι. Ο Μουχτάρ έκανε πολλά δώρα στη Φροσύνη, ανάμεσα τους ένα πολύτιμο δαχτυλίδι της γυναίκας του. Το δαχτυλίδι αυτό θα απέβαινε μοιραίο.
«Η Φροσύνη ήθελε να πωλήση το δακτυλίδι και ανέθεσε εις κάποιον την πώλησιν. Ο μεσίτης εθεώρησεν ότι το καλλίτερον που είχε να κάμη ήταν να προείνη το δακτυλίδι προς αγοράν εις την σύζυγον ενός πασά. Δυστυχώς έτυχε να είνε η σύζυγος του Μουχτάρ»
Η γυναίκα του Μουχτάρ αναγνώρισε το δαχτυλίδι και δεν άργησε να μάθει τον τρόπο που είχε βρεθεί στην κατοχή του μεσίτη. Όταν έφτασε στα ίχνη της Φροσύνης, ζήτησε την παρέμβαση του πεθερού της, Αλή Πασά.
«Την νύκτα της επαύριον, συνοδευόμενος από μερικούς εκ των ληστών του, επήγε να βρη την Φροσύνην. Όταν έφθασε σπίτι της την περιέλουσε με ύβρεις, και ανένδοτος εις τας παρακλήσεις και τους θρήνους της, διέταξε να την σύρουν και να την πνίξουν μέσα εις την λίμνην.»
Μιλώντας στα «ΝΕΑ» και τη Μικέλα Χαρτουλάρη τον Φεβρουάριο του 2010, ο υπεύθυνος της έκδοσης του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών για το αρχείο του Αλή Πασά, Βασίλης Παναγιωτόπουλος αναφέρει:
«Η πράξη που προσδιορίζει αμετάκλητα τα όρια και τον χαρακτήρα της ηγεμονίας του Αλή Πασά στα Γιάννινα είναι το αποτρόπαιο έγκλημα, η δολοφονία της Κυρα-Φροσύνης και ακόμα δεκαεπτά γυναικών, στο πλαίσιο μιας ‘επιχείρησης αρετής’.
»Η θανάτωσή τους με πνιγμό, με μια απλή απόφαση του Πασά, χωρίς κανενός είδους άλλη νομιμοποίηση μάς γυρίζει πίσω στην καρδιά του οθωμανικού συντηρητισμού και είναι μια πράξη- τομή σ΄ αυτήν την πόλη του Διαφωτισμού.
»Πέρα από τη μυθολογία που την περιβάλλει για την υποτιθέμενη σχέση της με τον Μουχτάρ Πασά, γιο του Αλή, ή για το δαχτυλίδι της γυναίκας του που βρέθηκε στα χέρια της, η Ευφροσύνη, σύζυγος εμπόρου και μητέρα δύο παιδιών αντιπροσωπεύει με τα ντυσίματά της, τα γλέντια της, τις παρέες και την ανεξαρτησία της ένα νέο ήθος που εγκαθίσταται στα Γιάννινα.
»Ένα ήθος ‘ευρωπαϊκό’, που απειλεί να υπονομεύσει την ιερή τάξη των πραγμάτων και να διασπάσει τον παραδοσιακό ιστό. Αυτό είναι που δεν μπορεί να αποδεχθεί ούτε η πόλη στο σύνολό της (εξ ου και η κατοπινή σιωπή) ούτε βέβαια και ο Αλή Πασάς»
Η ρήξη με την Πύλη και το «δώρο» στους έλληνες επαναστάτες
Η ανοχή του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’ εξαντλήθηκε το 1820 όταν ο Αλή πασάς επιχείρησε να εξολοθρεύσει τον μεγάλο του αντίπαλο Πασόμπεη. Βλέποντας πως η δίψα του Αλή πασά για ισχύ και πλούτη ήταν ακόρεστη, ο Μαχμούτ Β’ διέταξε την απομάκρυνσή του από το Πασαλίκι των Ιωαννίνων. Ο Αλή Πασάς αρνήθηκε, με αποτέλεσμα το καλοκαίρι του 1820 τα στρατεύματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να πολιορκήσουν τα Ιωάννινα και τις δυνάμεις του Αλή Πασά, υπό τις οδηγίες αρχικά του Πασάμπεη και εν συνεχεία του Χουρσίτ Πασά.
Αυτήν ακριβώς την εμπλοκή μεγάλης δύναμης του οθωμανικού στρατού στα Ιωάννινα εκμεταλλεύτηκαν οι έλληνες επαναστάτες. Τα στρατεύματα του Χουρσίτ Πασά ήταν επιφορτισμένα από την Υψηλή Πύλη με την τήρηση της τάξης στον Μοριά που πλέον έμενε αφύλαχτος και αποτελούσε έδαφος ευνοϊκό για τη διενέργεια ένοπλης εξέγερσης.
Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, υπεύθυνος της έκδοσης του αρχείου του Αλή Πασά από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, το 2010 είχε μιλήσει στα «ΝΕΑ» και τη Μικέλα Χαρτουλάρη για τον τρόπο που ο αλβανικής καταγωγής πασάς επηρέασε την Ελληνική Επανάσταση.
«Το στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό που έλαβε μέρος στον Αγώνα είναι άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένο με τον Αλή Πασά: είτε στην υπηρεσία του όπως ο Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης, ο Πανουργιάς ή ο Κίτσος Τζαβέλλας και στην αυλή του όπως ο Κωλέττης, ο Βηλαράς, ο Ψαλίδας, είτε ως αντίπαλοί του. (…) Σκεφθείτε πως στο ξεκίνημα του Αγώνα, επί 10-11 μήνες ο Αλή και οι Έλληνες συμβαδίζουν, και σε κάποιο βαθμό συνεργάζονται- αν και όχι ρητά- εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Πύλης, ώσπου ο πανίσχυρος Αλή νικιέται. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι Φιλικοί, στο συνθηματικό γλωσσάρι τους τον έλεγαν ‘Ο Πενθερός’».
Το τέλος του Αλή Πασά
Τελικά ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις, τον Ιανουάριο του 1822, παραδίνεται στον Χουρσίτ Πασά, υπό τον όρο ότι θα του παραχωρούσαν αμνηστία. Είχε αγνοήσει όμως ότι δεν ήταν ο μόνος που αθετούσε υποσχέσεις και προκειμένου να πετυχαίνει τους σκοπούς του.
Δεν είχε μπει καν σε σκέψεις από τους δεκάδες πιστούς του ανθρώπους που τον πρόδιδαν, αλλάζοντας στρατόπεδο, ο ένας μετά τον άλλον.
Οι απεσταλμένοι του Χουρσιτ αντί να του παραδώσουν το έγγραφο της αμνηστίας τού επιτέθηκαν και ύστερα από συμπλοκή, ο Αλή Πασάς έπεσε νεκρός. Η σορός του αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του στάλθηκε από τον Χουρσίτ στην Κωνσταντινούπολη.
Για το ίδιο το κεφάλι του Αλή Πασά έγραψε στα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ» ο σπουδαίος έλληνας συγγραφέας, Ζαχαρίας Παπαντωνίου το 1933.
«Το κεφάλι αυτό που το ζωγράφισαν ξένοι ζωγράφοι, που γλυκομίλησε στον Βύρωνα, που σχεδίαζε τη κακουργία και την κοσμοκρατορία, που έπαιξε Γάλλους και Άγγλους, αυτό το κεφάλι που το ζητούσε τόσο καιρό η τουρκική αυτοκρατορία ήρθε στιγμή που έφτασε στην πρωτεύουσά της! (…) Χρειάστηκαν συμμαχίες και πολιορκίες για να φτάση. Κι έφτασε.
»Το κεφάλι του Αλή πήγεν εκεί που πήγαιναν όλα τα επίσημα κεφάλια. Στο Μπάμπ-υ- Χουμαγιούν, στην πόρτα της εισόδου του σεραγιού. (…) Τα εξέθεταν στις δυό κόγχες της, επάνω σε ασημένιο δίσκο. Ήταν το τοιχοκόλλημα, το ανακοινωθέν, να πούμε. Η Τουρκία είχε μόνο τέτοιου είδους δημοσιεύσεις το κεφάλι. (…) Τέτοια νέα δεν αμφισβητούνται. Δεν είνε ραδιοτηλεγραφήματα, όπου μπορούν να γίνουν και λάθη. Είνε κεφάλια. Διαβάζονται».