Στις συμπληγάδες Σόιμπλε – ΔΝΤ η Αθήνα
Το συνολικό πακέτο «β’ αξιολόγηση, χρέος, νέα μέτρα» που ετοιμάζουν οι δανειστές για την Ελλάδα, πιθανόν να φέρει τον Α. Τσίπρα σε σταυροδρόμι: θα ρωτήσει τον ελληνικό λαό ή θα το «φορέσει» στη χώρα με θριαμβολογίες;
Η πολιτική συμφωνία, για την οποία πλέον μιλούν Αθήνα και Βρυξέλλες, ανάμεσα σε όλες τις πλευρές των δανειστών για το ελληνικό ζήτημα, είναι, εκτός απρόοπτου, μάλλον θέμα μερικών εβδομάδων και διαμορφώνει πλέον το νέο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον.
Κατά τα φαινόμενα προκύπτει μία ισορροπία τρόμου για τη χώρα μας, καθώς η διαφαινόμενη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα (για δύο ή τέσσερα χρόνια) οδηγεί μοιραία στην εξής «λύση»: θα δοθεί στην Ελλάδα μία ουσιαστική λύση για το χρέος, αλλά θα υπάρξει και απαίτηση για τη λήψη νέων μέτρων, ώστε η χώρα να εξακολουθήσει και μετά το 2018 (χρονιά για την οποία έχει συμφωνηθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%) και για τουλάχιστον δύο ή τρία χρόνια, να έχει αυτής της τάξης δημοσιονομικές επιδόσεις. Για τις οποίες επιδόσεις οφείλει από τώρα να δώσει τις ανάλογες εγγυήσεις: Το ΔΝΤ ζητά συγκεκριμένα νέα επώδυνα μέτρα, όπως η μείωση κατά ένα δις ετησίως των δαπανών για τις κύριες συντάξεις, με κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, η μείωση του αφορολόγητου στις 5000 ευρώ και πιθανόν, οι απολύσεις στο δημόσιο τομέα. Πρακτικά ένα πακέτο μέτρων, που πιθανόν ξεπεράσει και τα 6 δις ευρώ!
Με εγγύηση τη διαρκή δημοσιονομική «εξυγίανση», θα δοθεί στην Ελλάδα ελάφρυνση και διευκολύνσεις για το χρέος, αρχής γενομένης με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, που έχει ήδη ετοιμάσει ο ESM και φαίνεται να αποδέχεται το Βερολίνο, και σύμφωνα με τα οποία θα μειωθεί το χρέος κατά 35 με 40 δις περίπου έως το 2060. Παράλληλα θα δοθεί στην Ελλάδα και ο οδικός χάρτης για την έξοδο στις αγορές κάποια στιγμή σε ορατό μέλλον, αλλά και εργαλεία για την ανάπτυξη, με πρώτο βήμα την ένταξή της στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ.
Η συμφωνία «ψήνεται» τις τελευταίες ημέρες μεταξύ όλων των εμπλεκομένων και πιθανόν να έχει διαμορφωθεί έως το τέλος του χρόνου, καθώς οι περισσότερες πλευρές δείχνουν επιθυμία να τελειώσει η υπόθεση πριν να αναλάβει τα ηνία του Λευκού Οίκου ο Ντόναλντ Τραμπ και πριν η κατάσταση στην Ευρώπη αρχίζει να γίνεται ανεξέλεγκτη, λόγω Ιταλίας και εκλογών στη Γαλλία την άνοιξη.
Η πρώτη κίνηση προς τη συνολική συμφωνία θα γίνει με το eurogroup της Δευτέρας, όπου θα εκτιμηθεί η πορεία της β’ αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος. Στα βασικά σημεία αυτής της διαπραγμάτευσης υπάρχει σύγκλιση όλων των πλευρών, με μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα ακόμα, τα εργασιακά, όπου συζητούνται κάποιες αμοιβαίες υποχωρήσεις, ώστε να έχει και η ελληνική κυβέρνηση τη δυνατότητα να ισχυριστεί ότι κέρδισε κάτι, στη γενική υποχώρηση που σάλπισε, ιδίως στο μέτωπο των ομαδικών απολύσεων.
Στο eurogroup δεν θα υπάρξει τυπικό κλείσιμο της β’ αξιολόγησης, είτε για λόγους ουσίας, είτε για λόγους διαπραγμάτευσης του συνολικού πακέτου. Θα καταγραφεί όμως η σημαντική πρόοδος και επιπλέον θα πέσει, ως «τυρί» περισσότερο, στο τραπέζι το σχέδιο των δανειστών για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα γα το χρέος.
Στη συνέχεια θα εξελιχθεί η πολιτική διαπραγμάτευση, παράλληλα με τις τεχνικές προετοιμασίες, όπου θα ανοίξουν εντελώς τα χαρτιά τους όλοι: από τον «σιωπηλό» τις τελευταίες ημέρες Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έως το «αναποφάσιστο» ΔΝΤ και φυσικά την Αθήνα, στο βαθμό που η θέση της μετράει για τις αποφάσεις των δανειστών. Πιθανόν να υπάρξουν και επαφές του Αλέξη Τσίπρα με ευρωπαίους ηγέτες και παράγοντες (ο πρωθυπουργός θα δει άλλωστε την Α. Μέρκελ και τον Φ. Ολάντ) στο Άμπου Ντάμπι στο περιθώριο διεθνούς συνόδου, ενώ εξετάζεται έκτακτο eurogroup για πριν τα Χριστούγεννα.
Η τελευταία μάχη
Η κυβέρνηση δίνει τη μάχη να εξασφαλίσει μεν τη συνολική συμφωνία, που θα έχει τα σημαντικά μέτρα για το χρέος, χωρίς όμως η ίδια να δεσμευτεί για συγκεκριμένα μέτρα μετά το 2018, ούτε φυσικά να συμφωνήσει στα μέτρα που προτείνει το ΔΝΤ. Θέλει ένα σαφώς πιο ήπιο πακέτο μέτρων, καθώς διαβεβαιώνει τους δανειστές ότι θα πετύχει τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μέσω της ανάπτυξης – όταν δεν διαπραγματεύεται τη μείωσή τους, ισχυριζόμενη ότι δεν απαιτούνται πλέον τέτοιες δημοσιονομικές προσαρμογές, αφού το χρέος έχει ελαφρυνθεί. Σε κάθε περίπτωση πάντως ζητά να μην «ονομαστικοποιηθούν» τα όποια μέτρα στο τελικό πακέτο, ώστε να μπορεί να κάνει την πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση της τελικής συμφωνίας, αποφεύγοντας να κατηγορηθεί ότι σέρνει τη χώρα σε ένα τέταρτο μνημόνιο και σε νέα επώδυνα μέτρα λιτότητας και περικοπών και φόρων.
Και το… δίλημμα
Εάν η πολιτική διαπραγμάτευση που κάνει και θα κάνει εντός του μήνα η κυβέρνηση για «λειάνει» τις «γωνίες (άλλως: σκληρά μέτρα) του συνολικού πακέτου αποδώσει, με αξιοποίηση τυχόν διάθεσης των Ευρωπαίων να μην αναζωπυρωθεί η ελληνική κρίση, εν μέσω της γενικότερης ευρωπαϊκής πυρκαγιάς από την άνοδο των ακροδεξιών αντιευρωπαϊκών δυνάμεων, έχει καλώς. Ο κ. Τσίπρας θα μπορέσει να ισχυριστεί ότι η δύσκολη προσπάθεια για το χρέος πέτυχε, χωρίς να αναγκαστεί η χώρα να καταβάλλει νέο μεγάλο και επώδυνο τίμημα, παρά μόνο με κάποιες αναγκαίες, τελευταίες και σχετικά μικρές θυσίες.
Εάν όμως το πακέτο της συνολικής συμφωνίας, που θα δοθεί στην Ελλάδα από τους δανειστές είναι στη χειρότερη εκδοχή του, με συγκεκριμένες δεσμεύσεις για σκληρά μέτρα για περίοδο πέραν της τρέχουσας κυβερνητικής θητείας, τότε ο κ. Τσίπρας θα έχει ισχυρό δίλημμα: με κίνδυνο να μην μπορέσει να το υποστηρίξει πολιτικά και να το εφαρμόσει αποτελεσματικά σε μία κοινωνία ήδη παραπαίουσα και με μία κυβέρνηση που πέφτει δημοσκοπικά και αμφισβητείται κοινωνικά, θα πρέπει να αποφασίσει εάν θα το θέσει στην κρίση του ελληνικού λαού ή θα δοκιμάσει να συνεχίσει την πορεία μέσα σε εκρηκτικό μεν πεδίο, αλλά με «όπλο» τις δυνατότητες που θα δίνει για την οικονομική ανάπτυξη και τις επενδύσεις, η ρύθμιση του χρέους την οποία θα έχει πετύχει.
Ο πρωθυπουργός θα πρέπει να εκτιμήσει σε εκείνο το σημείο εάν το πρόγραμμα, που θα του δοθεί από τους δανειστές όντως «βγαίνει» ή οδηγεί τη χώρα σε νέα αδιέξοδα και ανακύκλωση της κρίσης, με πολιτικό θύμα, αργά ή γρήγορα και την κυβέρνησή του. Και αναλόγως να κινηθεί, είτε με σκοπό να «φορτώσει» τη νέα επώδυνη συμφωνία στους «άλλους», αναμένοντας μελλοντικό ναυάγιο τους, είτε να παραμείνει στο παιχνίδι της εξουσίας – καθώς υπολογίζει αρκετά στην πόλωση και την υπεροχή του έναντι του Κ. Μητσοτάκη σε μία μείζονα πολιτική μάχη όπως είναι οι εκλογές – και να συνεχίσει με νωπή όμως τη λαϊκή εντολή.
πηγή : protothema.gr