Το παράδειγμα της παρέμβασης των θεσμών στην Ελλάδα και η εντύπωση που έχει προκαλέσει στους λαούς της Ευρώπης, είναι δυνατόν να εντοπισθεί και στα βαθύτερα αίτια τέτοιων σοβαρών εξελίξεων όπως το Brexit, ή η άνοδος της ακροδεξιάς: αυτό αφήνει να εννοηθεί με την εκτενή αναφορά και επιχειρηματολογία του ο γνωστός αναλυτής Άλαν Τζόνσον, σε άρθρο -παρέμβαση στους Τάιμς της Νέας Υόρκης σχετικά με το Brexit (Why Brexit Is Best for Britain–Γιατί το Μπρέξιτ είναι το καλύτερο για την Βρετανία). Γράφει επίσης ότι η βούληση για έξοδο από τους κόλπους της ΕΕ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απογοήτευση των λαών για το πώς μετά την κρίση η Ένωση βαθμηδόν έχει απομακρυνθεί από την κοινωνική διάσταση μίας κεϋνσιανής προσέγγισης στις καταστατικές αρχές της. Κατά τον ίδιον, το παράδειγμα της αντιμετώπισης της κρίσης στην Ελλάδα, μόνο στις αρνητικές συνέπειες της εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών, μπορεί να εγγραφεί.
Στο άρθρο ο Τζόνσον αναφέρεται στη στροφή που έχει σημειωθεί βαθμηδόν στη λειτουργία και στους απώτερους πολιτικούς στόχους των θεσμών που υποτίθεται ότι εξυπηρετούν την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωση και ένωση στο εσωτερικό της ΕΕ. Κατ’ αυτόν οι «αυταρχικές» υπερεθνικές εξουσίες της ΕΕ σε συνδυασμό με την αχαλίνωτη πρόταξη του συμφέροντος της αγοράς έναντι της πραγματικής ευημερίας των λαών, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας, συντελούν στην αύξηση φυγόκεντρων φαινομένων, αλλά και νοσηρών αντιλήψεων για το μέλλον της ηπείρου, που νομοτελειακά οδηγούν και στην αύξηση της Ακροδεξιάς και των διασπαστικών τάσεων.
Ορίζοντας τις πραγματικές καταβολές της στροφής ετούτης, ο Τζόνσον εξηγεί πως «ήταν ο υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς Φρίντριχ Χάγεκ, ο διανοούμενος αρχιτέκτονας του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος διακήρυξε από το 1939 τον «διακρατικό φεντεραλισμό» στην Ευρώπη με στόχο να αποτρέψει τους ψηφοφόρους να χρησιμοποιήσουν το όπλο της δημοκρατίας για να επηρεάσουν τις διαδικασίες της ελεύθερης αγοράς. Με άλλα λόγια, όπως είχε τονίσει ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «δεν μπορούν να υπάρξει καμμία δημοκρατική απόφαση που να σταθεί απέναντι στις Ευρωπαϊκές συνθήκες».
«Οι δομές κι οι συνθήκες της Ένωσης έχουν σχεδιασθεί κατά τρόπον ανάλογο», αποφαίνεται ο Τζονσον και προσθέτει το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν εκλέγεται από κανέναν, διορίζεται και με υπερηφάνεια τα μέλη τους διατρανώνουν πως είναι απαλλαγμένα από οιαδήποτε υποχρέωση λογοδοσίας απέναντι στο οποιοδήποτε κράτος, ή άλλο θεσμό. Και για του λόγου το αληθές προσθέτει και τη δήλωση του τότε αντιπρόεδρου της Κομισιόν Γίρκι Κατάινεν απέναντι στην είδηση της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ στις ελληνικές εκλογές: «Δεν αλλάζουμε την θέση μας με βάση τις εκλογές».
Εν συνεχεία, ο αρθρογράφος αναφέρεται εκτενώς στον αντιδημοκρατικό και αυθαίρετο θεσμικά τρόπο στελέχωσης και λειτουργίας θεσμών όπως η Κεντρική Τράπεζα, ή την συμβολική και καθόλου λειτουργική θέση του Ευρωκοινοβουλίου στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων, που στο κάτω κάτω αφορούν την τύχη των λαών της Ευρώπης. Και όχι μόνον, αν κάποιος αναλογισθεί πως, όπως συμβαίνει και με τις εμπορικές διατλαντικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ, τον Καναδά κι άλλες χώρες, δίνεται η δυνατότητα σε εταιρείες «να μηνύουν εκλεγμένες κυβερνήσεις, που τολμούν να υπακούσουν σ’ αυτό που θέλουν οι ψηφοφόροι τους».
«Το ανθρώπινο κόστος υπήρξε τρομακτικό», επισημαίνει ο Άλαν Τζόνσον, επικαλούμενος το παράδειγμα της Ελλάδος. «Το βασανιστήριο του πνιγμού (waterboarding) που εφάρμοσε η ΕΕ στην Ελλάδα κατέληξε στην περικοπή των προϋπολογισμών των νοσοκομείων κατά το ένα τέταρτο και κατά το ήμισυ του προϋπολογισμού για τα φάρμακα, την ώρα που τα κρούσματα HIV αυξάνονται, όπως κι οι πάσχοντες από κατάθλιψη, έχουν εκτοξευθεί οι αριθμοί των αυτοκτονιών, ενώ οι περιπτώσεις θνησιγενών τοκετών έχει αυξηθεί κατά 21%. Τέσσερα στα δέκα παιδιά στην Ελλάδα έχουν σπρωχθεί σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας και έρευνες έχουν δείξει πως το 54% των Ελλήνων σήμερα βιώνουν μία κατάσταση υποσιτισμού»
Ο ίδιος επισημαίνει επίσης πως «στην ακραία περίπτωση (αυταρχισμού της Ευρώπης) νομίμως εκλεγμένες εθνικές κυβερνήσεις αποκαθηλώνονται έμπρακτα κι αντικαθίστανται με διαλεχτούς τεχνοκράτες των Βρυξελλών, όπως συνέβη με την κυβέρνηση Παπανδρέου στην Ελλάδα και του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία. Το αποκορύφωμα είναι πως το Ανώτατο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο νομοθέτησε κανονισμούς που επιτάσσουν ότι το δικαίωμα των εργαζομένων σε απεργία θα πρέπει να υποταχθεί στο δικαίωμα των εργοδοτών τους να επιχειρούν ελεύθερα». Ο Χάγιεκ θα πρέπει να χαμογελά ευτυχισμένος με όλα αυτά, σχολιάζει ο Τζόνσον.
Αναφερόμενος εν κατακλείδι στο ελληνικό παράδειγμα, ο δεινός αναλυτής υπενθυμίζει ως απόδειξη για τις απόψεις του—που εν μέρει αντανακλούν και την ανησυχία του για την παρελκόμενη κι αυξητική αρνητικότητα των Ευρωπαίων πολιτών απέναντι στο ‘ξεθωριασμένο’ όραμα της ενιαίας και κοινωνικής Ευρώπης—κι άλλες δηλώσεις ευρωπαίων αξιωματούχων για τις αρνητικές εξελίξεις που είχε παρέμβαση των θεσμών στην Ελλάδα.
«Ο Φιλίπ Λεγκράν, πρώην σύμβουλος του παλαιότερου προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, είχε παρατηρήσει: καθώς ο ‘κύριος πιστωτής της Ευρώπης’ η Γερμανία, ‘έχει ποδοπατήσει αξίες όπως δημοκρατία και εθνική κυριαρχία, δημιουργώντας ένα κράτος –υποτελή».
Με βάση το αλγεινό παράδειγμα της Ελλάδας, υπονοεί ο αρθρογράφος, όλοι εκείνοι που ψήφισαν υπέρ του Brexit και όσοι ακόμη θα ονειρεύονταν μία δική τους εθνική έξοδο «οι αποτυχημένοι, οι αποκλεισμένοι και καταφρονεμένοι» (όπως τους χαρακτηρίζει) αποφάσισαν, «μέσα στην απελπισία τους , να αποτολμήσουν μία κυρίαρχη χειρονομία: να αλλάξουν τους κανόνες επιστρέφοντας στις πολιτικές του έθνους-κράτους, σε μία προσπάθεια να ισοφαρίσουν τα πράγματα. Αναζητούν καταφύγιο (…) σε μία δημοκρατική προστασία, στον νόμο του λαού, στην τοπική αυτονομία, στα κοινά αγαθά και στις παραδόσεις περί ισότητας».