Μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης και οι τωρινοί εργαζόμενοι
Η ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας για όσους ακόμα δουλεύουν είναι το αντάλλαγμα για τη μη απελευθέρωση των απολύσεων – Ρίχνουν και σενάριο εκλογών την άνοιξη για να φτιάξουν κλίμα
Αφαιρώντας τα «αριστερά πρόσημα», η νέα υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου φαίνεται ότι, προκειμένου να μετριαστούν οι απαιτήσεις των δανειστών για άνοιγμα των ομαδικών απολύσεων, βάζει στο τραπέζι την περαιτέρω θεσμοθέτηση και επέκταση της ελαστικής απασχόλησης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυρία Αχτσιόγλου έθεσε στους δανειστές το θέμα της ημιαπασχόλησης με μειωμένο ωράριο και με ταυτόχρονη κάλυψη των μισθολογικών απωλειών των εργαζομένων που θα πληγούν από πόρους του ΟΑΕΔ. Πρόκειται για μια πρόταση που βασίζεται στην πρόσφατη εισήγηση-πόρισμα της Επιτροπής Σοφών για τα Εργασιακά και στο αντίστοιχο δανέζικο μοντέλο. Με μια ουσιώδη όμως διαφορά, την οποία επισήμαναν και οι δανειστές: κανένας δεν είναι σε θέση να γνωρίζει από πού θα προέλθουν αυτοί οι πόροι και αν η κυβέρνηση και ο ΟΑΕΔ μπορούν να καλύψουν την αναμενόμενη μαζική ζήτηση για τέτοιου είδους ελαστικές μορφές εργασίας από τις επιχειρήσεις.
Μάλιστα η πρόταση αυτή αφορά τους ήδη εργαζόμενους και όχι αυτούς που ενδεχομένως θα προσληφθούν μελλοντικά. Αν περάσουν οι προτάσεις της 31χρονης υπουργού, ξεκάθαρα ανοίγει η κερκόπορτα για χρήση αυτού του νόμου από επιχειρήσεις οι οποίες θα μετατρέπουν σωρηδόν συμβάσεις πλήρους εργασίας σε μερικής με μειωμένα ωράρια. Πρόκειται πάντως για μια πρόταση που δεν είναι καινούρια, αφού κάτι αντίστοιχο μελετούσε η κυρία Αχτσιόγλου μαζί με τον τότε προϊστάμενό της Γιώργο Κατρούγκαλο, όταν ήταν διευθύντρια του υπουργικού του γραφείου.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση της Αριστεράς προτείνει τέτοιου είδους σχέσεις εργασίας. Εργασία χωρίς πλήρη δικαιώματα προέβλεπαν και οι ρυθμίσεις Κατρούγκαλου όσον αφορά τις καθαρίστριες που προσλαμβάνονταν αθρόα στα υπουργεία και τους φορείς του Δημοσίου, τις οποίες μπλόκαρε με παρέμβασή του το ΣτΕ πριν από ενάμιση μήνα.
Από τις mini jobs στα μίνι ωράρια
Σε κάθε περίπτωση, όπως εδώ και μερικούς μήνες το υπουργείο Εργασίας παρουσιάζει ως επιτυχία τις mini jobs, με αμοιβή 200 και 300 ευρώ και δίχως ασφαλιστικά δικαιώματα, προκειμένου να επικοινωνήσει τη δήθεν πτώση των ποσοστών ανεργίας, έτσι και τώρα προετοιμάζει το έδαφος για μία ακόμη «επιτυχία», με την υπογραφή αυτή τη φορά της 31χρονης υπουργού Εφης Αχτσιόγλου. Το να ετοιμάζεται όμως μια αριστερή κυβέρνηση να δώσει «μπόνους» δωρεάν αμοιβές σε όσους επιχειρηματίες θελήσουν να περιορίσουν τα ωράρια εργασίας των εργαζομένων, λαμβάνοντας οι τελευταίοι αντί μισθών επιδόματα, αποτελεί ζήτημα. Τα οποία επιδόματα δεν είναι απολύτως εγγυημένα ως προς το τελικό τους ύψος, καθώς ο κίνδυνος να μη φτάνουν στο 100% της πραγματικής αμοιβής και οι εργαζόμενοι να μην έχουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη είναι υπαρκτός.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια άκρως επικίνδυνη πρόταση που σε περίπτωση εφαρμογής της αναμένεται να οδηγήσει ακόμα και υγιείς εταιρείες στην υιοθέτησή της, αφού θα ελαφρύνονται κατά περιόδους από το μισθολογικό κόστος. Η πρόταση αυτή, εκτός των άλλων, περιλαμβάνεται στο πρόσφατο κείμενο-πόρισμα της περίφημης Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τα Εργασιακά, το οποίο η κυρία Αχτσιόγλου, φοβούμενη την πίεση για απελευθέρωση των απολύσεων, έχει αποφασίσει να προωθήσει. Μια τέτοια προοπτική όμως είναι σαφώς επικίνδυνη για χιλιάδες εργαζομένους σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, καθώς μετά τις mini jobs που εδώ και μερικούς μήνες παρουσιάζονται ως «τόνωση της απασχόλησης», περνάμε και στις μορφές απασχόλησης-φιλοδώρημα με τη βοήθεια του κράτους.
Ηδη η εργασία με μειωμένο ωράριο εφαρμόζεται εδώ και μερικά χρόνια σε επιχειρήσεις, δημιουργώντας οικονομικά προβλήματα στους εργαζομένους καθώς τους κρατά σε καθεστώς πραγματικής ομηρίας με χαμηλές αμοιβές. Η εγγύηση όμως πρόσθετου εισοδήματος προς αυτούς (αν και είναι αμφίβολο αν θα γίνει δεκτό από το κουαρτέτο, καθώς κάτι τέτοιο θα επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά) αναμένεται να δημιουργήσει ζήτημα και προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
Το μεγάλο πρόβλημα που ενδεχομένως θα προκύψει, στην περίπτωση που οι δανειστές συναινέσουν σε μια τέτοια προοπτική, είναι κατά πόσο ακόμα και συνεπείς έως σήμερα επιχειρήσεις θα θελήσουν να αξιοποιήσουν αυτού του είδους τις ευέλικτες μορφές που η Ελληνίδα υπουργός μελετά και εισηγούνταν ακόμη και ως διευθύντρια του τέως υπουργού Γιώργου Κατρούγκαλου.
Απέναντι και οι εργοδότες
Σύμφωνα με πληροφορίες, μια τέτοια ρύθμιση για περαιτέρω ελαστικοποίηση των μορφών εργασίας την απορρίπτουν οι έμποροι και μικρομεσαίοι, με τον πρόεδρο της ΕΣΕΕ Βασίλη Κορκίδη να μιλάει για «ανάγκη προστασίας της πλήρους απασχόλησης», ενώ ο ΣΕΒ εκφράζει επιφυλακτικότητα κάνοντας λόγο για πρόταση «φούσκα και αέρα», αφού η Ελλάδα δεν είναι Δανία, δεν έχει ισχυρό κράτος πρόνοιας και είναι δύσκολη η εξασφάλιση κονδυλίων για ένα τέτοιο δίχτυ προστασίας. Μία από τις παραμέτρους που έχει θέσει η κυβερνητική πλευρά προκειμένου να προχωρήσουν αυτές οι ελαστικές μορφές εργασίας και η μερική κρατική επιδότηση είναι να υπάρχει πρώτα η σύμφωνη γνώμη του σωματείου τους. Οπως όμως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, είναι δύσκολο έως αδύνατο να δεχτούν οι θεσμοί αποκατάσταση των μισθολογικών απωλειών με επιδόματα ή, ακόμα κι αν το δεχτούν, δεν θα είναι στο 100%. Τα κύρια χαρακτηριστικά του δανέζικου μοντέλου είναι το απορυθμισμένο θεσμικό πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης, οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, η διά βίου μάθηση και ο κοινωνικός διάλογος. Πρόκειται για ένα μοντέλο το οποίο ναι μεν επιτρέπει την ευελιξία των μισθών και την κινητικότητα στην εργασία, αλλά συνοδεύεται και από δίχτυ προστασίας και παροχή κοινωνικών επιδομάτων, συνθήκες ανέφικτες για μια χώρα που πόρρω απέχει για να χαρακτηριστεί «Δανία του Νότου».
Τι έλεγε στην «Αυγή» 10 μέρες πριν γίνει υπουργός
Δέκα μέρες πριν από την υπουργοποίησή της, η τότε διευθύντρια του Γιώργου Κατρούγκαλου σε συνέντευξή της στην κομματική εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ «Αυγή» υποστήριζε τις ευέλικτες μορφές εργασίας. Σε σχετική ερώτηση του Ανδρέα Πετρόπουλου, ο οποίος παρατήρησε ότι στο κομμάτι των ομαδικών απολύσεων οι εμπειρογνώμονες συστήνουν περαιτέρω ευελιξία των εργασιακών σχέσεων με το πρόσχημα της αποφυγής των επιπτώσεων από τις ομαδικές απολύσεις, η κυρία Αχτσιόγλου απάντησε: «Στο θέμα των ομαδικών απολύσεων η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει πως σε περιπτώσεις προσωρινής οικονομικής δυσχέρειας η εργασία μειωμένου ωραρίου μπορεί να αποτρέψει τις ομαδικές απολύσεις, αλλά και πως σ’ αυτή την περίπτωση ο εργαζόμενος θα πρέπει να λαμβάνει επίδομα ανεργίας για τις ώρες που δεν μπόρεσε να εργαστεί. Η σύσταση αυτή της Επιτροπής έχει παρερμηνευτεί ιδιαιτέρως, με πολλούς να κάνουν λόγο για πλήρη ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας. Στην πραγματικότητα, όμως, στο σημείο αυτό το πόρισμα είναι πολύ πιο ευνοϊκό για τους εργαζόμενους από την ισχύουσα κατάσταση.
Μάλιστα, ήδη υπό το ισχύον Δίκαιο, στο πλαίσιο των υποχρεωτικών διαβουλεύσεων που προηγούνται της πρότασης για ομαδικές απολύσεις, οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες οφείλουν να εξερευνήσουν λύσεις που θα αποτρέψουν τις απολύσεις, μεταξύ άλλων και αυτή του μειωμένου ωραρίου. Ποιο είναι το καινούριο στοιχείο που εισηγείται η Επιτροπή; Οτι σε περίπτωση μειωμένου ωραρίου ο εργαζόμενος θα πρέπει να λάβει επίδομα για τις ώρες που δεν εργάστηκε, κάτι που υπό το ισχύον Δίκαιο δεν προβλέπεται. Γι’ αυτό και η πρόταση των εμπειρογνωμόνων στο συγκεκριμένο σημείο είναι περισσότερο ευνοϊκή για τους εργαζόμενους και όσα περί του αντιθέτου γράφονται ή λέγονται έχουν έντονα στοιχεία παραπληροφόρησης».
Tρία (επώδυνα) μέτρα μακριά απο το χρέος
Η επιθυμία της κυβέρνησης να επιτύχει μια δήθεν ρύθμιση στο θέμα του χρέους την οδηγεί στην αποδοχή των σκληρών μέτρων που ζητούν οι δανειστές: υιοθέτηση μειωμένου ωραρίου με μισές αποδοχές, κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις σημερινές συντάξεις και μείωση του αφορολόγητου στα 5.600 ευρώ τον χρόνο
Το βασανιστήριο ενός νέου πακέτου μέτρων, τη λήψη των οποίων οι δανειστές απαιτούν πιεστικά ως αντάλλαγμα για μια έστω μερική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους με τα λεγόμενα «βραχυπρόθεσμα μέτρα», ζει η κυβέρνηση στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις με τους δανειστές για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος.
Το όνειρο για μια συμφωνία ρύθμισης του χρέους στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου δείχνει να μετατρέπεται πλέον σε εφιάλτη για το Μέγαρο Μαξίμου, παρά τους πανηγυρισμούς για επικοινωνιακή χρήση: η στήριξη που παρείχε στην ελληνική προσπάθεια ο Μπαράκ Ομπάμα κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα φαίνεται να εξαντλήθηκε στην ηθική της διάσταση και να έχασε την όποια πρακτική δυναμική της μπροστά στην άμεση άρνηση του Βερολίνου, διά των δηλώσεων Σόιμπλε, ενώ η επανάκαμψη του ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις προσγείωσε απότομα την κυβέρνηση.
Οι δανειστές δεν περιορίζονται πλέον μόνο στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, αλλά ζητούν και επιπλέον μέτρα, θεωρώντας -κυρίως οι απεσταλμένοι του ΔΝΤ- ότι το πρόγραμμα δεν βγαίνει. Ο φόβος ότι με αντάλλαγμα τη ρύθμιση του χρέους επίκειται ένα τέταρτο μνημόνιο, ή ένα «μνημόνιο 3 plus». Η θεαματική ανάμιξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο παζλ των διαπραγματεύσεων μοιάζει «θανάσιμη» ή και μοιραία αυτοπαγίδευση για την κυβέρνηση, στελέχη της οποίας δεν κρύβουν την αμηχανία τους για το γεγονός ότι το Μαξίμου φαινόταν για καιρό να θέλει την παραμονή του στο πρόγραμμα με το επιχείρημα ότι είναι σύμμαχος στη μάχη για το χρέος έναντι της γερμανικής στάσης! Θέμα παράκαμψης του ΔΝΤ δεν υπάρχει έτσι κι αλλιώς πια, με δεδομένη τη θέση της γερμανικής Βουλής για παραμονή του στο πρόγραμμα.
Με ενισχυμένο ρόλο και λόγο το ΔΝΤ, θέτει τώρα στο τραπέζι σειρά επώδυνων μέτρων, υποστηρίζοντας ότι ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2017, ύψους 1,75% του ΑΕΠ, δεν μπορεί να επιτευχθεί με τα μέτρα που περιλαμβάνει το προσχέδιο του Προϋπολογισμού, το οποίο έχει παρουσιάσει ήδη το οικονομικό επιτελείο. Επιπλέον τα στελέχη του Ταμείου είναι απόλυτα στην εκτίμηση ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε ο στόχος του 2018 για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% επί του ΑΕΠ – πολλώ δε μάλλον εάν το 3,5% τεθεί ως στόχος και για τα επόμενα χρόνια, όπως ζητά επιμόνως ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Και επειδή άμεση και γενναία ελάφρυνση του χρέους δεν μπορεί να υπάρξει στις 5 Δεκεμβρίου, σε τέτοιον βαθμό που να μειώνει δραστικά τις υποχρεώσεις της χώρας και να αλλάζει τις υπογραφείσες συμφωνίες, το ΔΝΤ ζητά από τώρα προσαρμογές ικανές να διατηρήσουν το πρόγραμμα σε εφαρμογή.
Υπό αυτή την έννοια ο Γολγοθάς που ξεκινά με τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις για την ελληνική κυβέρνηση είναι πιθανόν να μην ολοκληρωθεί μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου, ανεξάρτητα από το τεχνικό μέρος της δεύτερης αξιολόγησης, αλλά να διαρκέσει για εβδομάδες, ώστε να συμφωνηθεί και το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για την περίοδο 2017-2020. Σημειωτέον ότι το Μεσοπρόθεσμο έπρεπε να είχε ήδη διαμορφωθεί και κατατεθεί, αλλά καθυστερεί λόγω ακριβώς αυτών των αυστηρών προβλέψεων και των σκληρών απαιτήσεων που διατυπώνουν οι δανειστές για νέα μέτρα.
Κατά πολλούς πάντως, τα πράγματα δεν είναι απλά ως προς τις πολιτικές επιπτώσεις αυτών των συζητήσεων. Θεωρούν ότι η κυβέρνηση καταβάλλει κάθε δυνατή και αδύνατη προσπάθεια με διάθεση σοβαρών υποχωρήσεων προκειμένου να επιτύχει τη συμφωνία για το χρέος στις 5 Δεκεμβρίου και στη συνέχεια τη συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, στοιχεία που πιθανόν επιτρέψουν στη χώρα να εδραιώσει τους αναπτυξιακούς ρυθμούς, να βγει στις αγορές το καλοκαίρι του 2017, αλλά και να διαπραγματευτεί τη χαλάρωση των στόχων για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια – από το 2019 και μετά.
Εφόσον όμως, λένε οι ίδιοι παράγοντες, μεταξύ των οποίων και στελέχη του κυβερνώντος κόμματος, δεν επιτευχθεί μία βιώσιμη συμφωνία-πακέτο που να οδηγεί την ελληνική οικονομία σε έναν καθαρό ορίζοντα διεξόδου από την κρίση, τότε πρέπει να εξεταστεί και η εναλλακτική λύση, που δεν είναι άλλη από την προσφυγή σε εκλογές έως την άνοιξη του επόμενου χρόνου.
Οι πιο αισιόδοξοι στην κυβέρνηση εκτιμούν ότι οι συνθήκες πίεσης και τα διαλυτικά φαινόμενα που ζουν αυτό το διάστημα ποικιλοτρόπως και πανταχόθεν η Ευρωπαϊκή Ενωση και η Ευρωζώνη θα αναγκάσουν τις ηγέτιδες δυνάμεις να επανεξετάσουν τις πολιτικές λιτότητας με τα αυστηρά δημοσιονομικά δεδομένα και θα επιτρέψουν επεκτατικές πολιτικές για χάρη της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής, προς αποτροπή βεβαίως της ανόδου ακραίων αντιευρωπαϊκών δυνάμεων. Ελπίζουν, δε, ότι η στροφή αυτή θα καταστεί επιβεβλημένη λόγω των πρωτόγνωρων πολιτικών και κοινωνικών καταστάσεων σε χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Αυστρία, η Ολλανδία, αλλά και η ίδια η Γερμανία και ότι θα ακουστούν οι φωνές ακόμη και της Κομισιόν για μια συνολική παρέμβαση που θα συμπαρασύρει και την Ελλάδα.
Προς το παρόν, ωστόσο, οι προσδοκίες και οι εκτιμήσεις αυτές προσκρούουν στη σθεναρή άρνηση της Γερμανίας, ενώ δεν φαίνεται να βοηθά διόλου η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές, που έχει βυθίσει την Ευρώπη σε μια παραλυτική αμηχανία και έναν έκδηλο προβληματισμό.
Συντάξεις και αφορολόγητο
Τρία συν ένα είναι τα μεγάλα αγκάθια που τρομάζουν την κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές αυτές τις ημέρες. Το πρώτο είναι η απαίτηση του ΔΝΤ για άμεση κατάργηση της λεγόμενης προσωπικής διαφοράς στις παλιές συντάξεις – για όσους δηλαδή βγήκαν στη σύνταξη έως τον περασμένο Μάιο, όταν ψηφίστηκε ο νόμος Κατρούγκαλου. Το Ταμείο διαπιστώνει δομικές και μακροχρόνιες αδυναμίες του ασφαλιστικού συστήματος να καταβάλει τις προβλεπόμενες συντάξεις και ζητά παρέμβαση από το 2017. Πρακτικά αυτό σημαίνει ετήσια εξοικονόμηση για το ασφαλιστικό σύστημα περίπου ενός δισ. ευρώ, με θύματα γύρω στα 2,5 εκατομμύρια συνταξιούχους που θα χάσουν 20%-30% της κύριας σύνταξής τους – πραγματικός κοινωνικός όλεθρος δηλαδή! Η κυβέρνηση αρνείται ότι υπάρχει τέτοιο θέμα καν στο τραπέζι, υποστηρίζοντας ότι το Ασφαλιστικό έχει κλείσει με την πρώτη αξιολόγηση, δηλαδή τον περασμένο Μάιο.
Το δεύτερο αγκάθι αφορά στην απαίτηση του ΔΝΤ να μειωθεί κι άλλο το αφορολόγητο όριο. Πρόκειται για το όριο που μειώθηκε ήδη, στο πλαίσιο παλαιότερων προαπαιτούμενων, στα 8.600 ευρώ και οι δανειστές ζητούν τώρα να πέσει περίπου στα 5.000 ευρώ ή και λιγότερα, με προοπτική να κινηθεί τελικά μεταξύ αυτού του ποσού και σε ένα όριο γύρω στις 5.600 ευρώ. Οι «δήμιοι» του κουαρτέτου τρόικας εκτιμούν ότι από την προσαρμογή αυτή θα υπάρξει δημοσιονομικό όφελος περίπου ενός δισ. ευρώ, όμως οι κοινωνικές επιπτώσεις θα είναι και εδώ δραματικές. Η μείωση θα πλήξει περί τα 2,5 εκατομμύρια φορολογούμενους που σήμερα δεν πληρώνουν και θα επιβαρυνθούν με μικρότερα ή μεγαλύτερα ποσά.
Το τρίτο αγκάθι σχετίζεται με την ουσιαστική απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων. Ειδικά για το ΔΝΤ το θέμα αυτό θεωρείται μείζον για την… ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και δύσκολα θα υποχωρήσει. Το εναλλακτικό σενάριο, στο οποίο ίσως καταφύγει η ελληνική κυβέρνηση, προβλέπει τη διατήρηση του ορίου στα σημερινά επίπεδα, με αύξηση όμως περαιτέρω των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, ώστε οι μεγάλες εταιρείες να μπορούν να κινηθούν πιο… άνετα- στο πλαίσιο του λεγόμενου επενδυτικού παραδείσου, τις αξίες του οποίου φαίνεται να ανακαλύπτει γοητευμένη και η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ.
Το επιπλέον αγκάθι στις διαπραγματεύσεις αφορά στη διαρκή πίεση για δημοσιονομικά μέτρα ώστε να μην εκτροχιαστεί το πρόγραμμα. Ακόμη δηλαδή και αν δεν ληφθούν τα παραπάνω πρόσθετα μέτρα στο σύνολό τους, θεωρείται δεδομένο ότι τουλάχιστον το ΔΝΤ θα επανέλθει στην πορεία και πιθανότατα έως τον Μάρτιο για να ζητήσει παρεμβάσεις δημοσιονομικού χαρακτήρα, με βάση τα δείγματα των πρώτων μηνών του νέου χρόνου.
Ρύθμιση του χρέους
Το «σωσίβιο» στο οποίο ελπίζει η κυβέρνηση λέγεται πρωτίστως ρύθμιση χρέους στις 5 Δεκεμβρίου με απόφαση του Eurogroup, που θα εξειδικεύει και θα εφαρμόζει εκείνη που έλαβε το ίδιο στις 24 Μαΐου, με την ολοκλήρωση του βασικού μέρους της πρώτης αξιολόγησης τότε. Η κυβέρνηση επιμένει ότι πέραν των βραχυπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους, όπως προβλέπεται σε εκείνη την απόφαση, πρέπει να προσδιοριστούν και τα βήματα για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που αφορούν στην περίοδο μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, δηλαδή μετά το 2018. Η κυβέρνηση το ζητά αυτό επιμόνως, με το επιχείρημα ότι μόνο εάν δοθεί ένας ορίζοντας βιωσιμότητας του χρέους και άρα οριστικής σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας μπορεί η χώρα να επιστρέψει σε στέρεη ανάπτυξη και να προσελκύσει το επενδυτικό ενδιαφέρον.
Με τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων διαφωνεί μέχρι τώρα το Βερολίνο, που θεωρεί και για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, λόγω των επικείμενων γερμανικών εκλογών ότι η συζήτηση είναι άκαιρη και πως η προσοχή πρέπει να στραφεί στην εφαρμογή από την Αθήνα των μεταρρυθμίσεων.
Οι πληροφορίες λένε ότι και οι δύο πλευρές εξετάζουν ελιγμούς. Καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι η ελληνική κυβέρνηση αρχίζει να συμφιλιώνεται με την ιδέα ότι δεν θα υπάρξει κάποια σοβαρή δέσμευση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα και ρίχνει το βάρος της στο να ενταχθεί στα βραχυπρόθεσμα μέτρα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των δανείων. Ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε κατά βάση ότι η βραχυπρόθεσμη παρέμβαση θα αφορούσε 30-40 δισ. ευρώ (παλιά δάνεια κυρίως από τον EFSF), όμως η Αθήνα πιέζει να αυξηθεί το ποσό αυτό στα 65 δισ. ευρώ, ώστε οι αγορές και οι επενδυτές να εκτιμήσουν ότι πρόκειται για σημαντική ελάφρυνση, που ενισχύει τη βιωσιμότητα του χρέους.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου, εάν εφαρμοστούν τα συγκεκριμένα μέτρα, το ΔΝΤ θα έχει τη δυνατότητα να εκδώσει θετική ανάλυση βιωσιμότητας και να συμμετάσχει στο πρόγραμμα, όπως επιθυμεί διακαώς η Γερμανία, ενώ αντιστοίχως και η ΕΚΤ θα μπορέσει να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) και να αρχίσει τις αγορές ελληνικών ομολόγων. Σύμφωνα με την Αθήνα η πρόταση αυτή μπορεί να αποτελέσει σημείο σύγκλισης για όλες τις πλευρές και συναινούν πολλές δυνάμεις στην Ευρώπη, αλλά το Βερολίνο δεν έχει ανοίξει ακόμη τα χαρτιά του, με πληροφορίες να αναφέρουν ότι η Ανγκελα Μέρκελ δεν είναι στην ίδια γραμμή με τον κάθετα απορριπτικό Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Εκλογές με 21%-22%
Με τον κλοιό από τους δανειστές να σφίγγει και να υπάρχει κίνδυνος να εξωθηθεί η κυβέρνηση σε ακραία μέτρα, τα διλήμματα στο Μέγαρο Μαξίμου για τους πολιτικούς χειρισμούς και τελικά τις επιλογές που πρέπει να εξετάσει επανέρχονται με δραματικό τρόπο.
Υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη υποστηρίζουν ξεκάθαρα ότι εάν δεν δοθεί καθαρή λύση για το χρέος και ένας οδικός χάρτης εξόδου από την κρίση, τότε ο κ. Τσίπρας οφείλει να εξετάσει ακόμη και το σενάριο των εκλογών έως την άνοιξη.
Πληροφορίες λένε ότι ο πρωθυπουργός έχει λάβει όλα τα ενδεχόμενα υπόψη του εκτιμώντας την ανάγκη ύπαρξης και ενός plan b σε περίπτωση αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές. Εάν οι δανειστές δηλαδή επιμείνουν σε νέα μέτρα, να απαντήσει με πολιτικό τρόπο. Καλά ενημερωμένες πηγές αναφέρουν ότι πέραν της παρουσίας του κ. Πάνου Σκουρλέτη στο υπουργείο Εσωτερικών, έναν ενδεχόμενο εκλογικό αιφνιδιασμό εξυπηρετεί και η μετακόμιση του αναλυτή των τάσεων της κοινής γνώμης κ. Χριστόφορου Βερναρδάκη στο Μέγαρο Μαξίμου, σε θέση υπουργού Επικρατείας τυπικά, αλλά ουσιαστικά σε ρόλο στενού συμβούλου του πρωθυπουργού για τέτοια θέματα. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το βασικό «ραπόρτο» του κ. Βερναρδάκη προς τον κ. Τσίπρα προβλέπει ότι σε περίπτωση πρόωρων εκλογών σύντομα ο ΣΥΡΙΖΑ θα διατηρήσει ένα σημαντικό ποσοστό άνω του 21%-22%, υπό την προϋπόθεση κλίματος πόλωσης.
Το ποσοστό αυτό, ιδίως εάν κινηθεί αρκετά πιο πάνω, σε συνδυασμό με την εκτίμηση ότι η Ν.Δ. του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη δεν θα συγκροτήσει σε καμία περίπτωση αυτοδύναμη κυβέρνηση και θα δυσκολευτεί να πετύχει στέρεες κυβερνητικές συμμαχίες διαρκείας, καθιστά τον ΣΥΡΙΖΑ καίριο και βασικό πόλο του πολιτικού παιχνιδιού με πιθανή την επαναφορά του σε ηγεμονικό ρόλο γρήγορα. Κοντά ή γύρω από την άποψη για προσφυγή σε κάλπες σε περίπτωση ακραίων απαιτήσεων από τους δανειστές, βρίσκονται κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως οι κύριοι Πάνος Σκουρλέτης, Νίκος Βούτσης και Νίκος Φίλης, σχεδόν σύσσωμη η ομάδα των «53+» και άλλοι.