Πόσο τελικά μπορεί να μοιάζουν μεταξύ τους κάποια ιστορικά γεγονότα; Πόσο τελικά επαναλαμβάνονται ανά τους αιώνες κάποια κοινωνικά φαινόμενα, παρότι η ζωή προχωρά, εξελίσσεται και προοδεύει; Οι χαμένοι, οι αποδιομπομπαίοι, οι καταφρονεμένοι, που για κάποιο λόγο βρέθηκαν στο «μάτι του κυκλώνα», υπάρχουν και δυστυχώς θα υπάρχουν πάντα και η ρίζα του κακού μοιάζει να μην ξεριζώνεται ποτέ.
Οι συνθήκες μοιάζει να αλλάζουν, οι τόποι, τα μέρη, οι φυλές, η γλώσσα. Τα αίτια όμως και οι συνέπειες παραμένουν οι ίδιες.
Πόσο προφητική αποδείχθηκε τελικά μια αυστριακή βουβή ταινία, «χαμένη» 90 χρόνια, για την άνοδο του Ναζισμού και τα δεινά που επέφερε, η οποία βρέθηκε πρόσφατα, αποκαταστάθηκε ψηφιακά και αναμένεται να προβληθεί στους κινηματογράφους μέσα στο 2017, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας The Guardian.
Πρόκειται για την καλτ ταινία «Die Stadt ohne Juden» (Πόλη χωρίς Εβραίους), η οποία έκανε πρεμιέρα στη Βιέννη το 1924 και βασίστηκε στο ομώνυμο δυστοπικό μυθιστόρημα του εβραίου συγγραφέα και δημοσιογράφου, Χούγκο Μπετάουερ. Θεωρείτο για χρόνια χαμένη και βρέθηκε τυχαία πρόσφατα σε μία υπαίθρια αγορά στο Παρίσι. Για την αποκατάστασή της βοήθησε χρηματικά και ένα ανώνυμο εβραϊκό ίδρυμα στις ΗΠΑ μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές, ενώ η χρηματοδότηση διπλασιάστηκε μετά και την ήττα της άκρας δεξιάς στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στην Αυστρία.
Μεταφερόμαστε στο τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Καταχνιά, πόνος, φόβος, διάψευση, κοινωνική και οικονομική ισοπέδωση, πένθος για τους χιλιάδες νεκρούς που έμειναν για πάντα θαμμένοι στα χαρακώματα. Ο πληθωρισμός βρίσκεται στα ύψη. Οι απελπισμένοι κάτοικοι μίας γερμανόφωνης πόλης στρέφονται ο ένας κατά του άλλου. Οι πολιτικοί κατά την προσφιλή τους μέθοδο σπεύδουν να βρουν ένα εξιλαστήριο θύμα: «Ο Λαός» ανακοινώνει ο καγκελάριος, «απαιτεί να εκδιωχθούν όλοι οι Εβραίοι».
Δεν είναι δύσκολο να φαντασθούμε τι διαδραματίσθηκε όταν οι «αποδιομπομπαίοι» εγκαταλείπουν την πόλη. Ο «Άρειος» πληθυσμός της πόλης στην αρχή πανηγυρίζει με βεγγαλικά βλέποντας τους Εβραίους να εγκαταλείπουν την πόλη. Νομίζει ότι πλέον η ζωή θα γυρίσει σελίδα, ότι τα «μιάσματα» φεύγοντας θα πάρουν μαζί τους τη θλίψη, τη μιζέρια, την απελπισία.
Η ταινία δεν δείχνει μόνο τις οικονομικές συνθήκες που οδήγησαν σε έξαρση τον πολιτικό αντισημιτισμό, αλλά εστιάζει παράλληλα με σατιρικό τρόπο στις συνέπειες που επακολούθησαν από τη γρήγορη έξοδο του εβραϊκού πληθυσμού της Βιέννης, την οποία ο σκηνοθέτης στην ταινία ονομάζει «Ουτοπία».
Ο ενθουσιασμός αυτός δεν θα κρατήσει πολύ, πρόκειται για πλάνη. Γρήγορα θα ξεφουσκώσει από τη βίαιη και ισοπεδωτική πραγματικότητα. Η πολιτιστική ζωή της πόλης πολύ γρήγορα θα πέσει στην αφάνεια και την αδιαφορία: τα κλασικά αυστριακά καφέ μετατρέπονται σε θορυβώδεις αποπνικτικές στους καπνούς μπιραρίες, τα καταστήματα πωλούν τοπικές ενδυμασίες (βλέπε «στολές») αντί για αστικά ρούχα και το χειρότερο…, οι χώρες του εξωτερικού διακόπτουν σταδιακά τις συναλλαγές και τις σχέσεις μαζί της.
Όλως «περιέργως» ένας πολιτικός σύμβουλος λέει στον δήμαρχο: «το νόμισμά μας δεν αξίζει απολύτως τίποτα». Σύντομα γύρω από την πόλη αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους αφίσες που γράφουν: «Χάσαμε την ευημερία μας με τον διωγμό των Εβραίων».
Δεν πρόκειται για ένα κομμάτι της ιστορίας του Τρίτου Ράιχ. Η ταινία γυρίστηκε την εποχή που το ναζιστικό κόμμα ήταν ακόμα απαγορευμένο και ο Αδόλφος Χίτλερ έβαζε τις τελευταίες πινελιές στο βιβλίο του «Ο Αγών μου», σε ένα κελί στις φυλακές του Μονάχου. Η διορατικότητα του συγγραφέα κόβει σαν γυαλί!
«Το μήνυμα που θέλουμε να στείλουμε είναι ότι δεν πρόκειται απλά για μία ταινία που αναμοχλεύει το παρελθόν, αλλά για μία αντι-ναζιστική δήλωση-κατάθεση», λέει ο Νικολάου Βόστρου, διευθυντής της συλλογής των Αρχείων της Αυστριακής Ταινιοθήκης στην εφημερίδα Τhe Guardian. «Η ψηφιακή επεξεργασία της ταινίας, συνεχίζει ο Βόστρου, όχι μόνο πολιτικοποιεί το μήνυμα της ταινίας, αλλά προσθέτει πολλές λεπτομέρειες που βοηθούν στην ανακάλυψη και κατανόηση των διαφορετικών κοινωνικών δομών της ζωής των Εβραίων στη Βιέννη, εκείνη την εποχή».
«Όταν γυρίστηκε η ταινία “Πόλη χωρίς Εβραίους”, η κατάσταση ήταν παρόμοια με αυτήν που ζούμε σήμερα. Στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, πολλοί άνθρωποι εκτοπίσθηκαν από τις ρωσικές δυνάμεις στο βόρειο τμήμα της αυστριακής αυτοκρατορίας και είχαν μεταναστεύσει προς τη Βιέννη, κυρίως Εβραίοι από την Μπουκοβίνα και τη Γαλικία της Πολωνίας. Η μεταναστευτική αυτή κρίση, πολύ δε περισσότερο αφού ήταν Εβραίοι, αναζωπύρωσε τα αντισημιτικά συναισθήματα και όπως γίνεται πάντα, τα κόμματα το εκμεταλλεύθηκαν δεόντως και έκαναν την αντίστοιχη πολιτική. Κάτι παρόμοιο δεν ζούμε και σήμερα;» διερωτάται ο Βόστρου.
Στην ταινία ο φανταστικός καγκελάριος της «Ουτοπίας» αποφασίζει τελικά να καλέσει πίσω τον εβραϊκό πληθυσμό της πόλης. Στην πραγματική ζωή όμως δεν υπάρχει ευτυχής κατάληξη. Ο μεταπολεμικός υπουργός Εσωτερικών της Αυστρίας, Όσκαρ Χέλμερ, έκανε ελάχιστα για την όσο γίνεται πιο γρήγορη αποκατάσταση της τιμής και των περιουσιών των Εβραίων.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Αυστρία προσπαθούσε να επαναπροσδιορισθεί ως έθνος (μην ξεχνάμε το γνωστό Άνσλους, την προσάρτηση δηλαδή της Αυστρίας το 1938 στο Γερμανικό Ράιχ που δημιούργησε στη χώρα το καθεστώς των Εθνικοσοσιαλιστών του Χίτλερ), οι Εβραίοι της Βιέννης έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο.
«Γίναμε το έθνος του Φρόιντ, του Άρνολντ Σένμπεργκ, του Άρτουρ Σνίτσλερ*. Στην πραγματικότητα όμως η Αυστρία δεν προσπάθησε ποτέ να επαναπατρίσει τους Εβραίους που εκδιώχθηκαν. Υπάρχει ένα μεγάλο παράδοξο στην καρδιά αυτού του έθνους», υποστηρίζει ο Βόστρου.
Αξιοσημείωτη όμως είναι η τύχη την οποία επεφύλαξε η ζωή στον συγγραφέα του μυθιστορήματος που ενέπνευσε την ταινία, Χούγκο Μπετάουερ. Ο αυστριακός συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής, δολοφονήθηκε μέσα στο γραφείο του από ένα πρώην μέλος του τότε απαγορευμένου ναζιστικού κόμματος, λίγους μήνες μετά την προβολή της ταινίας.
Η ιστορία όμως είχε διάφορες περίεργες ανατροπές στις ζωές και των ηθοποιών που έπαιξαν στην ταινία. Ο Γιοχάνες Ρίμαν που κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Εβραίου, προσχώρησε αργότερα στο ναζιστικό κόμμα και το 1944 πραγματοποίησε μια σειρά εκδηλώσεων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς, ενώ ο μεγάλος αυστριακός ηθοποιός που επίσης έπαιζε τον λυσσαλέο αντισημίτη, Χανς Μόζερ, αναγκάσθηκε να μεταναστεύσει από την Αυστρία διότι αρνήθηκε να χωρίσει, κατόπιν διαταγής, την εβραία σύζυγό του.
Ποιος ήταν ο Μπετάουερ;
O Χούγκο Μπετάουερ: αυστριακός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Πολύ γνωστός για τα βιβλία του ενώ από το 1920 και μετά αρκετά από αυτά μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη. Τα πιο γνωστά είναι το Die freudlose Gasse (Δρόμος της λύπης) σε σκηνοθεσία του Γκέοργκ Βίλχελμ το 1925 και το Die Stadt ohne Juden (Πόλη χωρίς Εβραίους), σε σκηνοθεσία του Χανς Καρλ Μπρεσλάουερ το 1924.
Άρνολντ Σένμπεργκ: αυστριακός συνθέτης, εβραϊκής καταγωγής, του οποίου η δράση συνδέθηκε με το μουσικό εξπρεσιονιστικό κίνημα όπως αυτό εκφράστηκε στη γερμανική ποίηση και τέχνη.
Άρτουρ Σνίτσλερ: αυστριακός πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, επίσης εβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε γιατρός αλλά γρήγορα τα παράτησε για να αφοσιωθεί στη συγγραφή. Μεταξύ άλλων έχει γράψει το γνωστό στην Ελλάδα «Ερωτικό γαϊτανάκι».
(Με πληροφορίες από ΑΠΕ)